Του Γεώργιου Ποντίκα
Ο τομέας της γεωργίας στην Ελλάδα δημιουργεί ένα οικονομικό αποτέλεσμα πλέον των 11 δισ. ευρώ και απασχολεί το 10% του ανθρώπινου δυναμικού, δυστυχώς ωστόσο δεν τυγχάνει της προσοχής που θα έπρεπε από την ελληνική πολιτεία. Οι συνεχείς αλλαγές στην ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ), μετρώντας σχεδόν 50 υπουργούς στα 48 χρόνια από τη μεταπολίτευση, η επικέντρωση στη διανομή των επιδοτήσεων και η έλλειψη εθνικών στόχων και στρατηγικής οδηγούν σε μια πολύ αργή μεταβολή της διάρθρωσης και της ανταγωνιστικότητας του γεωργικού τομέα. Παρά τα διαχρονικά διαρθρωτικά και μη προβλήματα, μέσα στην οικονομική κρίση και την πανδημία ο γεωργικός τομέας έδειξε αντοχή και εξωστρέφεια με εξαγωγές αξίας 6,5 δισ. ευρώ.
Από το 1981 και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ) η χώρα μας εξαρτάται από τις κεντρικές αποφάσεις, καθώς οι επιδοτήσεις αποτελούν τον πιο σημαντικό λόγο στην επιλογή καλλιέργειας του Έλληνα αγρότη. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που ξεκίνησε το 1962, είχε στόχο την εξασφάλιση προσιτής τροφής στους Ευρωπαίους πολίτες και δίκαιο επίπεδο ζωής στους αγρότες της. Με τις επόμενες αναθεωρήσεις φτάσαμε στην επιδότηση παραγωγής προϊόντων, το γνωστό για τη χώρα μας «όλα τα λεφτά, όλαλ τα κιλά», που οδήγησε σε στρεβλώσεις και ανισότητες με επίπτωση στις αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, έχοντας νέους στόχους τη στήριξη της αγροτικής εκμετάλλευσης, την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και τη βιωσιμότητα του μοντέλου παραγωγής.
Η Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, που θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2023, συνδέεται με το όραμα της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal) και αποτελεί σημαντικό και στρατηγικό εργαλείο στην υλοποίηση του οράματος. Σύμφωνα με αυτά που έχουν ανακοινωθεί, οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο φιλοδοξούν να μειώσουν κατά 50% τη χρήση και τους κινδύνους των χημικών φυτοφαρμάκων έως το 2030.
Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Φυτοπροστασίας (ΕΣΥΦ) συγκρότησε μια ομάδα ειδικών στις εξελίξεις των εγκρίσεων των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην Ε.Ε. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιτροπής αυτής, εξαιτίας της εφαρμογής των παραπάνω στόχων αναμένεται να μειωθεί σημαντικά η παραγόμενη ποσότητα αρκετών εθνικά στρατηγικών προϊόντων, με άμεση επίπτωση στο εισόδημα των παραγωγών, αλλά και στη βιομηχανία μεταποίησης. Επίσης, αναμένεται να μεταβληθεί δυσμενώς η διάρθρωση και η ανταγωνιστικότητα προϊόντων που συμβάλλουν στις εξαγωγές, όπως βαμβάκι, ελιά, ροδάκινα, μηλοειδή και κηπευτικά. Η συνολική αποτίμηση των πιθανών απωλειών εκτιμάται ότι θα φτάσει το 1,7 δισ. ευρώ, μειώνοντας κατά 15% την αξία της γεωργικής παραγωγής και θέτοντας σε κίνδυνο χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για τη Νέα ΚΑΠ έχει ήδη κατατεθεί από την ελληνική πολιτεία στην Ε.Ε. Το σχέδιο αυτό έρχεται να εξυπηρετήσει τους στόχους που τέθηκαν με το όραμα της Πράσινης Συμφωνίας. Ο ΕΣΥΦ, μαζί με τη μελέτη για τις επιπτώσεις της Πράσινης Συμφωνίας στην ελληνική γεωργία, κατέθεσε ολοκληρωμένες προτάσεις για τα οικολογικά σχήματα, τα αγροπεριβαλλλοντικά μέτρα, τις επενδύσεις μέσα από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης και την κατάρτιση που προβλέπει η νέα ΚΑΠ (AKIS).
Παρόμοιες μελέτες από το USDA (Υπουργείο Γεωργίας ΗΠΑ), το πανεπιστήμιο του Wageningen (Ολλανδία), το JRC (Ε.Ε.), αλλά και από την Copa-Cogeca (Ευρωπαϊκή Οργάνωση Αγροτών) καταλήγουν ότι η οριζόντια μείωση κατά 50% των χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα εξασθενήσει περαιτέρω την ήδη ανεπαρκή εργαλειοθήκη του αγρότη στην Ε.Ε., θέτοντας σε κίνδυνο τη βιώσιμη παραγωγή τροφίμων. Ο στόχος για αύξηση των καλλιεργούμενων με βιολογικό πρωτόκολλο εκτάσεων στο 25% μέχρι το 2030, αν και στη θετική κατεύθυνση, δεν θα είναι εφικτός, λόγω της μέχρι στιγμής περιορισμένης ανάπτυξης των αντίστοιχων βιοπροστατευτικών προϊόντων μέσα σε ένα πολύ αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την έγκρισή τους.
Το όραμα της Πράσινης Συμφωνίας, που όλοι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του, πρέπει να το δούμε όχι μόνο ως Ευρώπη αλλά και ως χώρα ξεχωριστά. Για να μην πεινάσουμε στον δρόμο για μια «πράσινη» γεωργία, πρέπει να συνεργαστούμε, να προβούμε σε μελέτες επιπτώσεων, βιωσιμότητας και εφαρμοστικότητας στη χώρα μας. Στην πορεία αυτή, κανείς και καμία τεχνολογία δεν περισσεύουν.
*Ο Γιώργος Ποντίκας είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Syngenta Hellas και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Φυτοπροστασίας
- Κείμενο από το ένθετο της Ναυτεμπορικής “The N Society” της 26ης Φεβρουαρίου