Διακρατικές και Διεπιστημονικές Περιβαλλοντικές Καινοτομίες
Ένα πρωτοποριακό ερευνητικό έργο με τίτλο ‘Οικολογικές λύσεις για σταθεροποίηση βαρέων
μετάλλων σε γεωργικές εκτάσεις μεταλλευτικών περιοχών της περιοχής του Αραράτ: Μελέτη περίπτωσης εφαρμογής Biochar and Nanofertilizers για την ανθεκτικότητα του κριθαριού’ φέρει υπογραφές ερευνητών από την Αρμενία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Πρόκειται για μια διεθνή συνεργασία που επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών και γεωργικών προκλήσεων που προκαλούνται από τις εξορυκτικές
δραστηριότητες στην περιοχή Αραράτ της Αρμενίας. Το έργο εστιάζει στην καταπολέμηση της αλατότητας του εδάφους, η οποία επηρεάζει περισσότερο από το 20% της καλλιεργήσιμης γης στον κόσμο, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στην απόδοση των καλλιεργειών. Στην περίπτωση του κριθαριού και άλλων καλλιεργειών, η αλατότητα επηρεάζει την ανάπτυξη, τη δομή της ρίζας, την πρόσληψη θρεπτικών ουσιών και την περιεκτικότητα σε χλωροφύλλη, οδηγώντας τελικά σε μειωμένη παραγωγικότητα και ποιότητα. Με τη χρήση βιοκάρβουνου και βιογενών νανοσωματιδίων, η ερευνητική ομάδα στοχεύει να αμβλύνει αυτές τις
προκλήσεις και να βελτιώσει τη συνολική γεωργική παραγωγικότητα των πληγεισών περιοχών. Υπεύθυνοι της διεπιστημονικής ομάδας είναι για την Αρμενία οι Δρ. Abhishek Singh και Δρ. Karen Ghazaryan από το AEER-Lab του Yerevan State University, για την Ελλάδα ο Δρ. Αθανάσιος Αλεξίου από την Ερευνητική Εταιρεία Funogen και για την Πορτογαλία ο Δρ. Rupesh Kumar Singh από το Centre for the Research and Technology of Agro-Environmental and Biological Sciences, UTAD, Vila Real. Η συλλογική τους προσπάθεια επικεντρώνεται στην ανάπτυξη πρακτικών, επεκτάσιμων λύσεων για την αποκατάσταση του εδάφους και βιώσιμων γεωργικών πρακτικών σε περιοχές που επηρεάζονται από τα ορυχεία και τα μεγάλα
ποσοστά αλατότητας.
Το βιοκάρβουνο αποτελεί μια μορφή ξυλάνθρακα που παράγεται από τη θέρμανση των γεωργικών απορριμμάτων σε περιβάλλον χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγονο, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ανακύκλωση των γεωργικών απορριμμάτων. Το βιοκάρβουνο χρησιμοποιείται σε αυτό το έργο για τη βελτίωση της δομής του εδάφους, της κατακράτησης νερού και της απελευθέρωσης θρεπτικών ουσιών, καθιστώντας το ένα ζωτικό εργαλείο για την αποκατάσταση του εδάφους σε περιοχές εξόρυξης. Βοηθά επίσης στη σταθεροποίηση των βαρέων μετάλλων στο έδαφος, εμποδίζοντας τα από την έκπλυση σε πηγές νερού ή
την απορρόφηση τους στην τροφική αλυσίδα. Τα βιογενή νανοσωματίδια είναι λιπάσματα που
παρασκευάζονται σε νανοκλίμακα και μπορούν να απορροφηθούν πιο αποτελεσματικά. Παρέχουν απαραίτητα θρεπτικά συστατικά απευθείας στα φυτικά κύτταρα και ενισχύουν την αντοχή τους στο στρες που προκαλείται από την αλατότητα και τη μόλυνση από βαρέα μέταλλα.
Τα ‘Νανολιπάσματα’ δρουν ως αντιοξειδωτικά, μειώνοντας την οξειδωτική βλάβη στα φυτά και βελτιώνοντας την ανθεκτικότητα των καλλιεργειών σε δύσκολες συνθήκες καλλιέργειας. Με τη διερεύνηση αυτών των καινοτόμων οικολογικών λύσεων, το έργο όχι μόνο στοχεύει στη μείωση της μόλυνσης του εδάφους από βαρέα μέταλλα και στη βελτίωση της ποιότητας της γης, αλλά επιδιώκει επίσης να δημιουργήσει μακροπρόθεσμες, βιώσιμες γεωργικές πρακτικές. Η έρευνα ευθυγραμμίζεται με τους παγκόσμιους περιβαλλοντικούς και γεωργικούς
στόχους βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, και προωθούν τεχνικές φιλικές προς το περιβάλλον. Αναμφίβολα το έργο αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά τόσο την περιβαλλοντική υγεία όσο και την αγροτική παραγωγικότητα στις πληγείσες περιοχές της Αρμενίας, προσφέροντας ένα μοντέλο που μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλες περιοχές που επηρεάζονται από τα ορυχεία παγκοσμίως αλλά και από τα μεγάλα ποσοστά αλατότητας, όπως η Ελλάδα.
Εικόνα: Πρόσφατες αναφορές υπογραμμίζουν τις σοβαρές επιπτώσεις της αλατότητας του εδάφους και των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Αρμενία, οι οποίες έχουν καταστρέψει σημαντικά τις γεωργικές εκτάσεις και έχουν διαταράξει τα τοπικά οικοσυστήματα. Αυτές οι περιβαλλοντικές προκλήσεις επιδεινώνουν την κλιματική αλλαγή, βλάπτοντας περαιτέρω τους φυσικούς πόρους και τη βιοποικιλότητα των περιοχών.