Παρασκευή, 28 Μαρτίου, 2025
spot_img
spot_img
spot_img

Οι τάσεις στην ανάπτυξη της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας

spot_img

–    Η σημασία της αιγοπροβατοτροφίας.

            Η προβατοτροφία μαζί με την αιγοτροφία είναι από τις πλέον διαδεδομένες παραγωγικές κατευθύνσεις του αγροτικού τομέα της χώρας μας και απο τους σπουδαιότερους κλάδους της κτηνοτροφίας μας.

   Αυτό συνεπάγεται απο την υψηλή συμμετοχή τους τόσο στην ακαθάριστη αξία της συνολικής ζωικής παραγωγής (32% περίπου), όσο και στην αντίστοιχη της συνολικής γεωργικής παραγωγής (7,5% περίπου).

            Η αιγοπροβατοτροφία είναι ο κλάδος που έχει την πιο αξιόλογη παρουσία στο χώρο της Ε.Ε. με συμμετοχή 10,2% στα πρόβατα  και 47,7% στις αίγες και αποτελεί κύρια πηγή εισροών και κονδυλίων απο κοινοτικούς πόρους.

            Πρόκειται για την κατ’ εξοχήν παραδοσιακή μορφή κτηνοτροφίας που έχει προσαρμοστεί πολύ ικανοποιητικά στις Ελληνικές φυσικές συνθήκες και αξιοποιεί ορεινές, λοφώδεις και άλλες εκτάσεις που θα ήταν αδύνατο να αξιοποιηθούν διαφορετικά.

            Απασχολεί σημαντικό εργατικό δυναμικό και αποτελεί την κυριότερη πηγή εισοδήματος για τις περισσότερες ορεινές, μειονεκτικές και νησιωτικές περιοχές. Περίπου 110.00 γεωργικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα, 10.700 στην περεφέρεια Θεσσαλίας και 4.300 στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας έχουν σαν κύρια απασχόληση τον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας.

            Δίνει βασικά προϊόντα στη διατροφή του ανθρώπου, μεγάλης βιολογικής και διαιτητικής αξίας.

            Προμηθεύει την πρώτη ύλη (γάλα, κρέας) σε μεγάλο αριθμό μεταποιητικών μονάδων τροφίμων (γαλακτοβιομηχανιών, τυροκομείων, σφαγείων κ.λ.π) και δημιουργεί προστιθέμενη αξία απο τη μεταποίηση και εμπορία των προϊόντων της.

            Συντελεί στο να αποφεύγεται η ερήμωση της υπαίθρου και συμβάλλει ουσιαστικά στη διατήρηση της ισορροπίας του περιβάλλοντος.

            Το σημαντικό αυτόν παραγωγικό κλάδο απο κοινωνική, εθνική και οικονομική άποψη που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία και την παράδοση του τόπου πρέπει να τον προστατέψουμε, να τον διαφυλλάξουμε και να τον στηρίξουμε.

  • Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των αιγοπρπβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων.

            Ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας χαρακτηρίζεται απο μεγάλο βαθμό διαφοροποίησης μεταξύ των εκμεταλλεύσεων ως προς τα συστήματα εκτροφής και τις μορφές εκμετάλλευσης , το μέγεθος των ποιμνίων, το γενετικό υλικό, τις αποδόσεις σε γάλα και κρέας, τους διατροφικούς χειρισμούς και την κατηγορία των σταβλικών εγκαταστάσεων.

            Το εφαρμοζόμενο σύστημα εκτροφής είναι στις περισσότερες εκμεταλλεύσεις το εκτατικό, σε αρκετές το ημιεντατικό και σε ελάχιστες το εντατικό.

Διακρίνονται τρείς βασικές μορφές εκμετάλλευσης, η σταβλισμένη- ημιενσταβλισμένη, η ποιμνιακή στατική και η ποιμνιακή μετακινούμενη.

            Η σταβλισμένη – ημιενσταβλισμένη χαρακτηρίζεται απο τη ύπαρξη μόνιμων σταβλικών εγκαταστάσεων, δεν χρησιμοποιεί ή χρησιμοποιεί ελάχιστα τον κοινοτικό βοσκότοπο, έτσι ώστε η διατροφή των αιγοπροβάτων να στηρίζεται σε τεχνητό μονοετή ή πολυετή λειμώνα και σε αυξημένη συμπληρωματική ζωοτροφή.

Τα εκτρεφόμενα ζώα είναι βελτιωμένων φυλών , υψηλών αποδόσεων. Αποτελεί το εντατικό σύστημα εκτροφής γιατί απαιτεί μεγάλο ύψος κεφαλαίου.

            Η ποιμνιακή στατική μορφή συνίσταται στη χωρική διατήρηση του ποιμνίου σε μόνιμες ή και πρόχειρες σταβλικές εγκαταστάσεις, οι οποίες συνήθως βρίσκονται μακριά απο το σπίτι του κτηνοτρόφου και κοντά ή μέσα σε κοινόχρηστο βοσκότοπο. Η διατροφή των προβάτων στηρίζεται κύρια σε έτοιμες χορηγούμενες ζωοτροφές κατά τους χειμερινούς μήνες καθώς και σε μονοετείς τεχνητούς λειμώνες- τα γρασίδια- και σε απρογραμμάτιστη βόσκηση στους κοινόχρηστους βοσκότοπους κατά τον υπόλοιπο χρόνο.

Τα εκτρεφόμενα ζώα ανήκουν στις μικρόσωμες ντόπιες φυλές ή είναι παράγωγα διασταυρώσεων των φυλών αυτών με μεγαλόσωμες πεδινές τοπικές φυλές στις ορεινές περιοχές, στις δε πεδινές εκτρέφονται μεγαλόσωμες τοπικές φυλές όπως η Καραγκούνικη, η Χίου, Άρτας, Σερρών, άλλες τοπικές φυλές και ως επι το πλείστον παράγωγα διασταυρώσεων τοπικών φυλών με τις παραπάνω φυλές ή και ξενικές φυλές. Η απόδοση σε γάλα και κρέας είναι αρκετά καλή.

Η πλειοψηφία των μονάδων αυτών ανήκουν στο ημιεντατικό σύστημα εκτροφής.

            Η ποιμνιακή μετακινούμενη μορφή αποτελεί  ανώτερο στάδιο εξέλιξης της παραδοσιακής νομαδικής μορφής και χαρακτηρίζεται απο τη μετακίνηση του ποιμνίου σε  ορεινούς βοσκότοπους κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα εκτρεφόμενα ζώα ανήκουν στις αυτόχθονες μικρόσωμες ορεινές φυλές ή είναι παράγωγα διασταυρώσεων και με πεδινές τοπικές φυλές. Η παραγωγή σε κρέας και γάλα είναι μάλλον χαμηλή, αλλά ποιοτικά υψηλή.

Το σύστημα εκτροφής των εκμεταλλέυσεων της μορφής αυτής είναι το εκτατικό.

  • Η παραγωγή προϊόντων.

            Στη διαμόρφωση της ακαθάριστης προσόδου στις αιγοπροβατοτροφικές εκμετάλλευσεις, με τις ισχύουσες τα τελευταία χρόνια τιμές, συμμετέχει κατα 80% περίπου η αξία του γάλακτος και κατα 20% η αξία του κρέατος. Για το λόγο αυτό οι αιγοπροβατοτρόφοι δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στην παραγωγή του γάλακτος και μικρή στην παραγωγή κρέατος.

            Στο σύνολό του σχεδόν το αιγοπρόβειο γάλα μεταποιείται για παραγωγή κατά κύριο λόγο τυριών  και κατα δεύτερο γιαούρτης ή άλλων  προϊόντων.

            Είναι αδιαμφισβήτητο οτι η Ελληνική αιγοπροβατοτροφία τη στηρίζουν τα παραδοσιακά τυριά και ιδιαίτερα εκείνα με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης.

            Για την περιοχή της Θεσσαλίας , αλλά και για τις περισσότερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, στυλοβάτης της αιγοπροβατοτροφίας είναι το τυρί με την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης “ΦΕΤΑ”.

Είναι γνωστό πλέον σε όλους τους αιγοπροβατοτρόφους και τους τυροκόμους, αλλά και σε πολλούς καταναλωτές , οτι βασική προϋπόθεση του προς τυροκόμηση γάλακτος για την παρασκευή του τυριού “ΦΕΤΑ”, όπως αναφέρεται στη σχετική Υπουργική απόφαση 313025/94, είναι αυτό να προέρχεται απο φυλές προβάτων και αιγών παραδοσιακά κετρεφόμενες και προσαρμοσμένες στην περιοχή παρασκευής της “Φέτας” και η διατροφή τους πρέπει να βασίζεται στη χλωρίδα της εν λόγω περιοχής.

            Στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ.1829/2002 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το οποίο επενακαταχωρίστηκε η ονομασία “ΦΕΤΑ” στο μητρώο των Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης (Π.Ο.Π.), ύστερα απο την διαγραφή της απ’ αυτό με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1070/99 της Επιτροπής, σαν αιτιολογικό για την επανακαταχώριση της ονομασίας “ΦΕΤΑ” στο μητρώο, μεταξύ των άλλων αναφέρεται και η διαπίστωση: “Η εκτατική βοσκή και διαχείριση, οι οποίες αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους της εκτροφής προβατίνων και αιγών που χρησιμοποιούνται για την προμήθεια της πρώτης ύλης του τυριού “ΦΕΤΑ”, αποτελούν καρπό μιάς πατρογονικής παράδοσης που επιτρέπει την προσαρμογή στις κλιματικές μεταβολές και στις συνέπειές τους στη διαθέσιμη βλάστηση. Το γεγονός αυτό έχει ώς αποτέλεσμα την ανάπτυξη αυτόχθονων φυλών αιγοπροβάτων μικρού μεγέθους, πολύ λιτοδίαιτων και ανθεκτικών, που μπορούν να επιζήσουν σε ένα ελάχιστα γενναιόδωρο από ποσοτικής απόψεως περιβάλλον, το οποίο ωστόσο είναι προικισμένο με μία άκρως  διαφοροποιημένη χλωρίδα που χαρίζει στο τελικό προϊόν ιδιαίτερο άρωμα και γεύση”.

            Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω οτι το αιγοπρόβειο γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή  του τυριού “ΦΕΤΑ”, πρέπει να προέρχεται απο ντόπιες φυλές προβάτων ή τα παράγωγα διασταυρώσεων αυτών, που εκτρέφονται με την ποιμνιακή μορφή εκτροφής, τη στατική ή τη μετακινούμενη.

            Αν και θα μπορούσε να πωλούνται στην αγορά τα παραπάνω προϊόντα από το φθινόπωρο του 2011, μικρές ποσότητες άρχισαν να διατίθενται από το Μάιο του 2013..

            Βασική προδιαγραφή για την παραγωγή των προϊόντων αυτών είναι, αυτά να προέρχονται από πρόβατα ή αίγες που φέρουν τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά των αυτόχθονων Ελληνικών φυλών, διαβιούν σε εκτατικές ή ημιεκτατικές συνθήκες και βόσκουν σε ορεινούς βοσκότοπους στον Όλυμπο και τα άλλα βουνά της οριοθετημένης περιοχής που είναι αυτή του σημερινού Δήμου Ελασσόνας και της Τοπικής Κοινότητας Δαμασίου του Δήμου Τυρνάβου.

–   Οι παρατηρούμενες τάσεις στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας σήμερα.

            Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η τάση που επικράτησε στην Ελληνική αιγοπροβατοτροφία ήταν η μείωση του αριθμού των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων, με μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης στις αιγοτροφικές εκμεταλλεύσεις. Από το 1981 μέχρι το 2005 οι προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν κατά 43% (από 218.000 το 1981) και οι αιγοτροφικές κατά 51% (από 323.600 το 1981). Το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης σημειώθηκε στις μικρής δυναμικότητας οικόσιτης μορφής εκμεταλλεύσεις.

            Το ίδιο διάστημα ο αριθμός των εκτρεφόμενων αιγοπροβάτων μειώθηκε μόλις κατά 3,7%. Η μείωση αυτή προσδιορίζεται από τη σημαντική μείωση του αριθμού των εκτρεφόμενων αιγών κατά 13% περίπου, αφού ο πληθυσμός των εκτρεφόμενων προβάτων αυξήθηκε κατά 2% περίπου.

            Η τάση αυτή της μείωσης του αριθμού των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων, ιδιαίτερα αυτών του μικρού μεγέθους, της μείωσης του αριθμού των εκτρεφόμενων αιγών και της αύξησης του αριθμού των προβάτων συνεχίζεται και μέχρι σήμερα και δικαιολογείται σαν συνέπεια της εφαρμοζόμενης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής από της εισόδου της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) τότε, Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σήμερα. Η εξισωτική αποζημίωση που εφαρμόζεται και σήμερα στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές και η οικονομική ενίσχυση στις επιλέξιμες προβατίνες στη αρχή και στις αίγες αργότερα δίνονταν σε εκμεταλλεύσεις που διατηρούσαν πάνω από δέκα αιγοπρόβατα. Από το 2006 το πριμ των επιλέξιμων αιγοπροβάτων εντάχτηκε ως ιστορικό δικαίωμα στην Ενιαία Ενίσχυση. Όσοι αιγοπροβατοτρόφοι έχουν εκτατικά δικαιώματα –και είναι η πλειοψηφία- μπορούν να απολαμβάνουν την αξία των ατομικών τους δικαιωμάτων ακόμα και αν πουλήσουν όλο το ζωϊκό κεφάλαιο, αρκεί να αξιοποιούν την έκταση των δικαιωμάτων τους, ενώ όσοι έχουν ειδικά δικαιώματα μπορούν να μειώσουν τον αριθμό των ζώων στο μισό.

            Όσον αφορά τα συστήματα εκτροφής και τις μορφές εκμετάλλευσης τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση ίδρυσης αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων σταβλισμένης ή ημιενσταβλισμένης μορφής εκμετάλλευσης του εντατικού συστήματος εκτροφής, προβατοτροφικών περισσότερο και λιγότερο αιγοτροφικών, ιδιαίτερα από τους νέους και νεοεισερχόμενους κτηνοτρόφους. Οι επενδύσεις στις μονάδες αυτές είναι υψηλού κόστους, με σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις, βαριάς μάλλον κατασκευής, με αυτόματα συστήματα διανομής της τροφής, αρμεκτικό συγκρότημα και δεξαμενές ψύξης γάλακτος. Οι εκτρεφόμενες φυλές των αιγοπροβάτων είναι βέβαια βελτιωμένες υψηλών αποδόσεων. Από την άλλη πλευρά επικρατεί η τάση μείωσης των μετακινούμενων αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων του εκτατικού παραγωγικού συστήματος περισσότερο και της ποιμνιακής στατικής μορφής εκμεταλλεύσεων πολύ λιγότερο.

            Σχετικά με το γενετικό υλικό των αιγοπροβάτων, αν και η χώρα μας είναι από τις πρώτες χώρες στην εκτροφή αιγοπροβάτων και διαθέτει αξιόλογες φυλές, τόσο στο χώρο των προβάτων όσο και των αιγών, που παραδοσιακά εκτρέφονται από τους Έλληνες κτηνοτρόφους και είναι προσαρμοσμένες στις διάφορες εδαφοκλιματικές συνθήκες, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονη προτίμηση των προβατοτρόφων περισσότερο και λιγότερο των αιγοτρόφων σε ξενικές φυλές προβάτων και αιγών. Η προτίμηση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στους νέους και νεοεισερχόμενους κτηνοτρόφους που ιδρύουν νέες σταβλισμένες μονάδες του εντατικού παραγωγικού συστήματος, αλλά παρατηρείται ακόμα και σε παραδοσιακούς αιγοπροβατοτρόφους. Η τάση αυτή άρχισε από το 2005 και μετά, όταν άτομα από άλλους κλάδους παραγωγής άρχισαν να ασχολούνται με την προβατοτροφία και έχει φτάσει στο σημείο σήμερα να έχει αλλοιώσει το παραδοσιακά εκτρεφόμενο γενετικό υλικό των αιγοπροβάτων της χώρας, όχι μόνο στις πεδινές , αλλά και στις ορεινές περιοχές.

Τα παραπάνω ενισχύονται από το απόσπασμα της εισήγησης του αντιπροέδρου του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (Σ.Ε.Κ.) κ. Γίτσα στα πλαίσια της έκθεσης “Ζωοτεχνία 2013”. “Έχει παρατηρηθεί ότι τα τελευταία χρόνια πού λίγα ποίμνια έχουν μείνει στα βουνά στηριζόμενα στη βόσκηση, ενώ τα περισσότερα έχουν μετατραπεί σε ημιενσταβλισμένα βασιζόμενα κυρίως στη χρήση συμπυκνωμένων ζωοτροφών. Στο φαινόμενο αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι πολλοί κτηνοτρόφοι αντικατέστησαν ζώα εγχώριων φυλών προσαρμοσμένα και με μεγάλη ικανότητα στη βόσκηση, με εισαγόμενα μεγαλύτερων αποδόσεων, αλλά με πολύ μικρή ικανότητα στη βόσκηση”. 

            Αναφορικά με την παραγωγή προϊόντων βιολογικής κτηνοτροφίας δεν φαίνεται να υπάρχει έντονο ενδιαφέρον των αιγοπροβατοτρόφων προς την κατεύθυνση αυτή. Και αυτό το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται σήμερα, οφείλεται περισσότερο στη χορηγούμενη οικονομική ενίσχυση σε όσους εντάσσονται στο εφαρμοζόμενο από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων φιλοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα “Βιολογική κτηνοτροφία”.

            Υπάρχουν βέβαια και ανασταλτικοί παράγοντες ανάπτυξης της βιολογικής αιγοπροβατοτροφίας, όπως η δυσκολία στις προβλεπόμενες αδειοδοτήσεις των εγκαταστάσεων και η μικρή ζήτηση των προϊόντων από την αγορά.

            Το άλλο φιλοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα  “Εκτατικοποίηση της κτηνοτροφίας”, δεν εφαρμόστηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, γιατί ήταν λάθος σχεδιασμένο και από την αρχή ανεφάρμοστο. Όπου εφαρμόστηκε, σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον επινοήθηκαν και έγιναν δεκτές απλές μεθοδεύσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν και σκανδαλώδεις. Θα μπορούσε εύκολα να εφαρμοστεί το πρόγραμμα αυτό, αν προβλέπονταν οικονομική ενίσχυση στα έξοδα μετακίνησης των ποιμνίων των μετακινούμενων προς τις ορεινές περιοχές αιγοπροβατοτρόφων και της μίσθωσης των βοσκοτόπων.

            Οι αιγοπροβατοτρόφοι που συμμετέχουν στο πρόγραμμα διατήρησης σπάνιων φυλών αιγοπροβάτων είναι ελάχιστοι.

            Είναι αισθητή η γενική τάση που δείχνουν οι αιγοπροβατοτρόφοι και ιδιαίτερα οι νέοι για τη βελτίωση των υποδομών των εκμεταλλεύσεων, όπως ο εξηλεκτρισμός, η εγκατάσταση αρμεκτηρίου και παγολεκάνης, που πέρα από τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, έχει σαν αποτέλεσμα και τη βελτίωση της ποιότητας του γάλακτος.

            Ενώ στο χώρο της παραγωγής παρατηρούνται οι προαναφερόμενες τάσεις, στο χώρο του συνεργατισμού, που μπορεί να προσφέρει πολλά, τόσο στις προμήθειες, όσο και στη διάθεση των προϊόντων, ύστερα από την απαξίωση και την τελμάτωση του συνεταιριστικού κινήματος στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, γίνεται μία προσπάθεια σήμερα ανασύνταξης των κτηνοτρόφων, ιδρύοντας κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς σε διάφορες περιοχές της χώρας.

            Οι τάσεις αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω οδηγούν την Ελληνική προβατοτροφία προς τη σωστή κατεύθυνση; Και ποιός είναι ή ποιός θα πρέπει να είναι ο προσανατολισμός της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας;

            Για χρόνια τώρα, όλοι σχεδόν που ασχολούνται με τα θέματα της αγροτικής οικονομίας υποστηρίζουν ότι τα αγροτικά μας προϊόντα μπορούν να ανταγωνιστούν τα ομοειδή των άλλων χωρών μόνο με την ποιότητα.

Προσανατολισμός και στόχος της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας για την ανάπτυξή της, θα πρέπει να είναι η παραγωγή προϊόντων ποιότητας που πιστοποιείται και σημαίνεται.

Για  τη δυναμική προώθηση στην αγορά ποιοτικών προϊόντων πρέπει να υπάρχουν τυποποιημένες προδιαγραφές ποιότητας – τα πρότυπα – και μηχανισμός που να δίνει στον καταναλωτή τη βεβαιότητα οτι το προϊόν που προμηθεύεται είναι ανώτερης ποιότητας – σύστημα πιστοποίησης ποιότητας.

            Τα γεωργικά μας προϊόντα, όπως και αυτά της αιγοπροβατοτροφίας πιστοποιούνται σύμφωνα με προδιαγραφές που αναφέρονται σε κοινοτικούς κανονισμούς, καθώς και σύμφωνα με εθνικά και διεθνή πρότυπα (HACCP, ISO). Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και τα βιολογικά προϊόντα.

            Είναι πλέον παραδεκτό από όλους ότι την Ελληνική αιγοπροβατοτροφία τη στηρίζουν τα τυριά Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης με στυλοβάτη το τυρί “ΦΕΤΑ Π.Ο.Π.”.

            Η ικανοποιητική τιμή που απολαμβάνουν σήμερα οι αιγοπροβατοτρόφοι οφείλεται στην προτίμηση και την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι καταναλωτές στα τυριά Π.Ο.Π. και ιδιαίτερα στη “ΦΕΤΑ” και στο γεγονός οτι αυτά παράγονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, μειώνοντας έτσι τον ανταγωνισμό από άλλα ομοειδή της χώρας μας, αλλά περισσότερο άλλων ανταγωνιστριών μας χωρών.

Η παραγωγή του τυριού “ΦΕΤΑ Π.Ο.Π.” κυμαίνεται τα τελευταία χρόνια απο 92.000 μέχρι 102.000 τόνους. Εξάγονται 34.000 τόνοι με τάση αύξησης των εξαγωγών.

            Αναφέρεται οτι στην παγκόσμια αγορά η ποσότητα των τυριών που προσφέρονται με το όνομα “Φέτα” ανέρχεται στους 500.000 τόνους.

            Η δυναμική της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας εμπεριέχεται στή “ΦΕΤΑ Π.Ο.Π.” και σ’αυτή στηρίζεται και πρέπει να στηριχτεί και μελλοντικά η ανάπτυξή της.

Οι τάσεις των αιγοπροβατοτρόφων προς την προτίμηση ξενικών φυλών αιγοπροβάτων και του εντατικού συστήματος εκτροφής είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είναι αισιόδοξο και παρήγορο το γεγονός που πολλοί αιγοπροβατοτρόφοι σήμερα, με πρώτους αυτούς που συμμετέχουν στα συλλογικά τους όργανα, να αναθεωρούν παλιότερες θέσεις τους και προτείνουν την επιστροφή στην ποιμνιακή μορφή εκμετάλλευσης με την εκτροφή των Ελληνικών φυλών και πληθυσμών αιγοπροβάτων που είναι απο τις βασικές προδιαγραφές παραγωγής των προϊόντων Π.Ο.Π.

            Τα τυριά Π.Ο.Π. με πρώτη τη “ΦΕΤΑ” στηρίζουν σήμερα και την παραδοσιακή και την εντατική αιγοπροβατοτροφία.

Σε περίπτωση, ό μή γένοιτο, διαγραφής της “ΦΕΤΑΣ” από το μητρώο των Π.Ο.Π. της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα καταρρεύσει το σύνολο της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας.

Και ο κίνδυνος αυτός υπάρχει στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνει οτι δεν διασφαλίζεται πλέον η συμμόρφωση προς τις προδιαγραφές, καθώς και στην περίπτωση που κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον ζητήσει την ακύρωση της καταχώρισης της “ΦΕΤΑΣ” στο μητρώο των Π.Ο.Π.

Ιδιαίτερα για τη “ΦΕΤΑ” που εκτός από τους γνωστούς ανταγωνιστές υπάρχουν και άλλοι, όπως π.χ. η Βουλγαρία, η συμμόρφωση θα πρέπει να ισχύει μέχρι το τελευταίο γράμμα των προδιαγραφών της.

Είναι πρώτιστο καθήκον όλων όσων εμπλέκονται στο κύκλωμα παραγωγής και διάθεσης της “Φέτας”- κτηνοτρόφων, τυροκόμων, εμπόρων-, αλλά και της πολιτείας, να προστατέψουν την ονομασία του τυριού “ΦΕΤΑ” με την αυστηρή τήρηση των προδιαγραφών της με συνεχείς ελέγχους, όχι μόνο στα τυροκομεία, αλλά και στις αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις. Στα παραπάνω θα συμβάλει και η συζητούμενη για χρόνια τώρα σύσταση της διεπαγγελματικής οργάνωσης “ΦΕΤΑΣ” και οχι γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

            Τονίζεται  οτι το γάλα των μονάδων που εκτρέφουν ξενικές φυλές αιγοπροβάτων και παράγωγα διάφορων διασταυρώσεών τους, θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυριών που δεν έχουν Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.

            Για τις ονομασίες “Αρνάκι Ελασσόνας Π.Ο.Π.” και “Κατσικάκι Ελασσόνας Π.Ο.Π.” που έχουν ιδιαίτερο τοπικό ενδιαφέρον, οι προδιαγραφές παραγωγής τους, όσον αφορά το σύστημα εκτροφής και της εκτρεφόμενες φυλές αιγοπροβάτων, είναι οι ίδιες με αυτές των τυριών Π.Ο.Π. και είναι αυτονόητο πως και αυτές θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά. Αναμένεται τα προϊόντα αυτά να κυκλοφορήσουν στην αγορά σε μεγαλύτερες ποσότητες στο άμεσο μέλλον.

            Όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητα του εντατικού παραγωγικού συστήματος στην αιγοπροβατοτροφία, αυτή εξαρτάται πολύ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που οι τιμές των ζωοτροφών είναι υψηλές, απο τη δυνατότητα ιδιοπαραγωγής, άν όχι όλων, του μεγαλύτερου μέρους των απαιτούμενων ζωοτροφών και από γαλακτοπαραγωγή ανά προβατίνα πάνω απο 250 κιλά στη γαλακτική περίοδο.

Υπάρχει δυνατότητα και το σύστημα αυτό να στηριχτεί στις βελτιωμένες Ελληνικές φυλές προβάτων ακόμη και των αιγών. Ιδιαίτερα οι βελτιωμένες Ελληνικές φυλές προβάτων δεν φαίνεται να υστερούν στις αποδόσεις γάλακτος σε σύγκριση με τις προτιμώμενες από τους κτηνοτρόφους ξενικές. Και βέβαια θα πρέπει να συνεχίσει η γενετική βελτίωση των Ελληνικών φυλών, αλλά και των άλλων αυτόχθονων πληθυσμών για την παραπέρα αύξηση της γαλακτοπαραγωγής.

            Σχετικά με την τάση δημιουργίας μεγάλου μεγέθους μονάδων τα τελευταία χρόνια, προτείνεται σαν πιό κατάλληλο ένα μέγεθος μεταξύ 200 και 500 αιγοπροβάτων.

            Στην προσπάθεια ανασύνταξης του συνεταιριστικού κινήματος οι συνεταιρισμοί που δημιουργούνται, θα πρέπει να έχουν μεγάλη παραγωγική δύναμη και να μην περιορίζονται μόνο σε δραστηριότητες προμήθειας ζωοτροφών και στην ομαδική διάθεση του γάλακτος και των αρνιών σε γαλακτοβιομηχανίες και εμπόρους κρέατος, αλλά να μπορούν να προχωρήσουν και στην μεταποίηση των προϊόντων και την τοποθέτησή τους στο ράφι.

Ίσως ένα κατάλληλο σχήμα θα ήταν η συγκρότηση ενός μεγάλου συνεταιρισμού, τουλάχιστο στα όρια ενός Δήμου, και μέσα σ’ αυτόν η οργάνωση ομάδων παραγωγών κατά κλάδο.

            Συμπερασματικά η ανάπτυξη της αιγοπροβατοτροφίας θα στηριχτεί στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων όπως είναι τα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και τα βιολογικά.

            Στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές θα πρέπει να παραμείνει και να αναπτυχτεί το εκτατικό και ημιεντατικό σύστημα εκτροφής της ποιμνιακής στατικής και μετακινούμενης αιγοπροβατοτροφίας για την αξιοποίηση της αυτοφυούς πλούσιας χλωρίδας των βοσκοτόπων με εκτροφή των εγχώριων φυλών αιγιπροβάτων, με προσπάθεια βελτίωσης όλων των παραμέτρων της εκτροφής.

Στις πεδινές περιοχές μπορεί να αναπτυχθεί το εντατικό σύστημα εκτροφής της σταβλισμένης μορφής εκροφής, που θα στηρίζεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στις ιδιοπαραγόμενες ζωοτροφές.

            Είναι αναγκαίος ένος εθνικός προγραμματισμός ανάπτυξης της Ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας και οι καθοριζόμενοι όροι της παραγωγικής διαδικασίας να εφαρμόζονται και να ελέγχονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και διεπαγγελματικές οργανώσεις.

                                                                                      

                                                                                                 Δημήτριος Κουλουκτσής

                                                                                       Γεωπόνος ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Διαβάστε τα νέα μας στις ειδήσεις της Google

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ