Σημαντικά χαμηλότερες από πέρυσι οι τιμές παραγωγού σε καρπούζια και πεπόνια
Σημαντικά χαμηλότερη από πέρυσι είναι η τιμή διάθεσης για καρπούζια και πεπόνια την φετινή περίοδο μας λένε παράγοντες από την πρωτογενή παραγωγή τονίζοντας ότι αυτό είναι απόρροια μιας σειράς παραγόντων. Παράγοντες που έχουν να κάνουν πρωτίστως με την μειωμένη ζήτηση που έχει προκληθεί από την κακή ψυχολογία των καταναλωτών, λόγω των απαγορεύσεων που έχουν επιβληθεί εξαιτίας του Κορωνοϊού ή των μειωμένων εσόδων τους απόρροια και πάλι της πανδημίας. Μειωμένη ζήτηση που οφείλεται και στο περιορισμένο κύμα των τουριστών που έχουν επισκεφτεί την χώρα, ενώ αντίστοιχα ισχύουν και στο εξωτερικό, καθώς ο φόβος της μόλυνσης από τον ιό ή η δυσκολία στις μετακινήσεις έχουν παγώσει τα όποια ταξίδια ψυχαγωγίας. Βεβαίως επισημαίνουν οι ίδιοι μερίδιο ευθύνης έχουν και οι καιρικές συνθήκες, καθώς αν και βρισκόμαστε στην καρδιά του Καλοκαιριού, οι ζεστές μέρες δεν έχουν ξεπεράσει σε αριθμό συνολικά τις δύο εβδομάδες.
Περισσότερες ποσότητες από πέρυσι διαχειρίζεται φέτος ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Κάμπου στην Ηλεία , σύμφωνα με τον πρόεδρο του, τον κ. Παναγιώτη Αλεβιζόπουλο, τονίζοντας ότι αυτό προήλθε κατά βάση από την αύξηση του αριθμού των παραγωγών που συνεργάζεται ο Συνεταιρισμός. Έτσι, ενώ πέρυσι ο Συνεταιρισμός διαχειρίστηκε περί τους 8.,000 τόνους καρπούζια, φέτος έχει ήδη φτάσει τους 10.000 τόνους και η ποσότητα αν και είναι στα τελειώματα της συγκόμισης αυξάνει σταθερά.
Σημειώνεται ότι η συγκομιδή ξεκίνησε στις 20 Απριλίου και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί στα τέλη Αυγούστου. Το 100% δε της ποσότητας που θα συγκεντρωθεί θα κατευθυνθεί σε αγορές του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Γερμανία κ.λπ.
Όσον αφορά τις στρεμματικές αποδόσεις κινήθηκαν σε παρόμοια επίπεδα με τα περυσινά, δηλαδή στις μεν πρώιμες ποικιλίες που είναι θερμοκηπίου, οι αποδόσεις ήταν από 2 έως και 4 τόνους, ενώ στις όψιμες ποικιλίες (υπαίθριες) κυμαίνονται από 5 έως και 8 τόνους.
Σχετικά με την πορεία των τιμών , οι πρώιμες ποικιλίες πουλήθηκαν από τον παραγωγό στα 40 με 45 λεπτά το κιλό, ενώ η υπαίθρια παραγωγή ξεκίνησε με 20 λεπτά το κιλό κατρακύλησε στα 7 λεπτά το κιλό και τις τελευταίες ημέρες δείχνει ικανοποιητικά σημάδια ανόδου και ήδη πωλείται προς 15 λεπτά το κιλό.
Το γεγονός ότι έχει ζεστάνει ο καιρός σε Ευρωπαϊκό επίπεδο από την μία σε συνδυασμό με το ότι οι διαθέσιμες ποσότητες είναι περιορισμένες έχουν δώσει ώθηση προς τα πάνω στην τιμή του προϊόντος υπογραμμίζει ο κ. Π. Αλεβιζόπουλος. Το οποίο είναι πολύ σημαντικό για τον παραγωγό, σημειώνει ο ίδιος, καθώς πρόκειται για μία καλλιέργεια που έχει σημαντικά κόστη. Συγκεκριμένα το κόστος ανά στρέμμα αν μιλάμε για θερμοκήπιο φτάνει και τα 700 ευρώ, ενώ στην υπαίθρια καλλιέργεια κυμαίνεται από 400 ευρώ και φτάνει και τα 500 ευρώ.
Κακή χρονιά, ωστόσο χαρακτηρίζει την φετινή για το καρπούζι ο παραγωγός από την Ηλεία κ. Σπύρος Κούγιας, ο οποίος διαχειρίζεται 50 στρέμματα. Όπως λέει φέτος ούτε κατά διάνοια δεν έπιασε τα περυσινά επίπεδα όπου η μέση απόδοση άλλες χρονιές ανέρχοντο στους 7 τόνους το στρέμμα.
Και αν αυτό είναι η μία πλευρά του προβλήματος μας λέει ο ίδιος, η άλλη είναι ότι ο μεγαλύτερος όγκος του προϊόντος πουλήθηκε μέσα στον Ιούνιο στα 5 λεπτά το κιλό. Όταν πέρυσι και για τον ίδιο μήνα, η τιμή πώλησης από τον παραγωγό ήταν στα 20 λεπτά.
Αναμφίβολα αναφέρει ο κ. Κούγιας η φετινή χρονιά με την πανδημία να είναι σε εξέλιξη είναι μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά. Το θέμα όμως είναι ότι με αυτές τις καταστροφικές τιμές ο παραγωγός πρέπει να καλύψει τις υποχρεώσεις του και το κόστος παραγωγής που έχει αυξηθεί κατά 30%. Αυτό το ποσοστό σημαίνει ότι στο συνολικό κόστος έχουν προστεθεί επιπλέον έξοδα 250 ευρώ.
Έτσι σε ένα στρέμμα με πρώιμες ποικιλίες, το κόστος έχει ανέβει στα 1000 ευρώ, όταν πριν από μία διετία ήταν στα 600 με 700 ευρώ. Παράλληλα στις όψιμες ποικιλίες, το κόστος έχει φτάσει τα 800 ευρώ από 500 ευρώ που ήταν το 2019.
Κοστολόγιο που όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, καθώς επίκεινται και νέες ανατιμήσεις στα λιπάσματα από το φετινό Σεπτέμβριο.
Καταστροφική ήταν η φετινή χρονιά για το πεπόνι, μας αναφέρει ο κ. Γιάννης Χαραλαμπάκης από τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Τυμπακίου στην Κρήτη, τονίζοντας ότι μεγάλη ποσότητα έχει μείνει στα αζήτητα, καθώς η εσωτερική κατανάλωση είναι ανύπαρκτη, ενώ την ίδια στιγμή σε χαμηλές πτήσεις διαμορφώνεται και το κύμα των τουριστών που έχουν επισκεφτεί την χώρα.
Αναλυτικότερα, η ποσότητα σε σχέση με πέρυσι είναι αυξημένη κατά 20%. Επισημαίνεται ότι οι αποδόσεις στις πρώιμες ποικιλίες (τον Απρίλιο) είναι στους 5 τόνους, ενώ στις όψιμες φτάνουν τους 7-8 τόνους. Όσον αφορά τις τιμές αυτές έχουν πέσει σχεδόν στο μισό συγκριτικά με πέρυσι καθώς η ζήτηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Συγκεκριμένα ενώ πέρυσι κυμαίνονταν από 60 έως και 70 λεπτά, φέτος ξεκινούν από 30 λεπτά και φτάνουν μέχρι και 40 λεπτά.
Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου
ENTΥΠΗ ΑΓΡΟΕΚΦΡΑΣΗ