Σε έναν μεγάλο βραχνά έχει εξελιχθεί η αθρόα εισαγωγή φθηνής – και κακής ποιότητας – τρούφας από τη Βουλγαρία στην ελληνική αγορά, προκαλώντας μεγάλες οικονομικές απώλειες στους τοπικούς παραγωγούς και κυνηγούς ενώ κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα μανιτάρια που “βαπτίζονται” ελληνικά και διοχετεύονται στην εγχώρια αγορά, χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο. Το πρόβλημα, αν και υπαρκτό, παραμένει στα “ψιλά γράμματα” των ελεγκτικών μηχανισμών και της πολιτείας, με τους παραγωγούς και τους κυνηγούς να εμφανίζονται αθωράκιστοι και να παραμένουν στο έλεος των εμπόρων.
Τρούφα Βουλγαρίας προς… 25 ευρώ!
Η τρούφα, που χαρακτηρίζεται ως ο «κρυμμένος θησαυρός» των βουνών της Θράκης, δέχθηκε ένα σοβαρό πλήγμα φέτος λόγω των έντονων βροχοπτώσεων που σημειώθηκαν στην περιοχή, με αποτέλεσμα η καλοκαιρινή τρούφα να έχει “ανάψει” όπως επισημαίνουν οι κυνηγοί, κάτι που έδωσε πάτημα στην εισαγόμενη τρούφα από τη Βουλγαρία να κερδίσει ακόμη περισσότερο έδαφος. “Έρχονται μεγάλες ποσότητες τρούφας από τη Βουλγαρία, οι οποίες ωστόσο να το πω έτσι λαϊκά μυρίζουν μπατάκι. Επειδή στη Βουλγαρία έχουν αρκετή υγρασία και δεν υπάρχουν προσήλια μέρη, υπάρχουν μεγάλες ποσότητες τρούφας οι οποίες ωστόσο δεν τρώγονται. Εάν βάλεις κάποιον που δεν ξέρει καθόλου από τρούφα, να δοκιμάσει τρούφα από την Ξάνθη ή την Κρήτη και μια τρούφα από τη Βουλγαρία, αμέσως θα καταλάβει τη διαφορά” εξηγεί ο Παύλος Αηδονόπουλος, κυνηγός από την περιοχή της Ξάνθης.
“Η διαφορά είναι μέρα με τη νύχτα. Όμως την πουλάνε 25 ευρώ το κιλό, επειδή έχουν πληθώρα εκεί και τα μεροκάματα είναι φθηνά. Και εγώ θα μπορούσα να πάρω τρούφα από τη Βουλγαρία προς 25 ευρώ και να την πουλάω εδώ για ελληνική, αλλά δεν το κάνω, γιατί θα ρημάξω την αγορά. Ορισμένοι έμποροι το κάνουν όμως και αυτό δημιουργεί περαιτέρω οικονομική ασφυξία στους Έλληνες παραγωγούς και κυνηγούς” προσθέτει ο ίδιος. Μάλιστα το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στην τρούφα, αλλά και στα μανιτάρια, τα οποία επίσης μεταφέρονται από γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία και “βαπτίζονται” ελληνικά, με αποτέλεσμα να διοχετεύονται στην εγχώρια αγορά, δημιουργώντας αντίστοιχα προβλήματα και στους παραγωγούς μανιταριών.
Μανιτάρια που γίνονται… γύρος
Σε χώρες όπως η Αμερική, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία ταξιδεύει την ίδια στιγμή το μανιτάρι που παράγεται στην Ξάνθη, αποδεικνύοντας πως η καλύτερη απάντηση στις ελληνοποιήσεις παραμένει η επιμονή στην ποιότητα, το μεράκι για δημιουργία και η έμπνευση, με δεδομένη άλλωστε την απουσία ολοκληρωμένων ελεγκτικών μηχανισμών που θα προστατεύουν τους παραγωγούς.
“Γενικά υπήρχε μια πτώση όπως και σε όλα τα προϊόντα άλλωστε, λόγω της πανδημίας και του lockdown. Εγώ που πουλάω χονδρική, όταν κλείνουν οι ταβέρνες είναι λογικό να με επηρεάζει και στο lockdown βρέθηκα με μηδέν πωλήσεις. Τώρα ωστόσο ξεκίνησα ξανά και βλέπω ότι το ενδιαφέρον για τα προϊόντα μου είναι μεγάλο. Το μανιτάρι θεωρητικά είναι μια εύκολη παραγωγή, η επαγγελματική παραγωγή όμως δεν είναι εύκολη. Πρέπει να είσαι εκεί 24 ώρες το 24ωρο, 365 ημέρες τον χρόνο και μην ξεχνάμε ότι εξαρτάσαι από τις εξωτερικές συνθήκες. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν και τα βαπτισμένα μανιτάρια, που έρχονται από τη Βουλγαρία, τα φέρνει κάποιος, τα βάζει μέσα σε ένα μαγαζί και τα πουλάει ως Ελληνικά. Δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός έλεγχος” εξηγεί ο Παράσχος Ευστρατίου, από τη «Μητάτο Φάρμα Μανιταριών Ξάνθης».
Σε πείσμα ωστόσο των δυσκολιών και των εμποδίων που συναντά κανείς, τόσο από τα βαπτισμένα μανιτάρια όσο και από τις εν γένει απαιτήσεις της καλλιέργειας μανιταριών, ο ίδιος δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να επενδύει στη μονάδα του, ενώ επιστρατεύοντας τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του κατάφερε να λανσάρει μια σειρά από ιδιαίτερα προϊόντα, τα οποία διοχετεύει τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στο εξωτερικό. Γύρος από μανιτάρια, γλυκό του κουταλιού, κροκέτες μανιταριών, πέστο μανιταριού, λάδι τρούφας, κριθαρώτο με αποξηραμένα μανιτάρια, τσουκνίδα, και κόκκινη πιπεριά, μανιταροκυμάς, μανιταρόσουπα είναι μόλις μερικά από τα δεκάδες προϊόντα που έχει δημιουργήσει στη μονάδα του ο αεικίνητος Ξανθιώτης παραγωγός, ενώ σχεδιάζει και νέες ετικέτες για τον χειμώνα που έρχεται.
“Προσέχω πολύ την παραγωγή μου και δίνω βάση κυρίως στην ποιότητα. Από τον καιρό έχω πάθει τρεις φορές ζημιά, πέταξα 8 τόνους μανιτάρια και δεν αποζημιώθηκα γιατί η καλλιέργεια μανιταριού δεν αναγνωρίζεται και αυτό είναι ένα ζήτημα μεγάλο” προσθέτει ο ίδιος, τονίζοντας την ανάγκη να ενισχυθεί περισσότερο ο κλάδος των μανιταροπαραγών στην Ελλάδα, να δοθούν κίνητρα για νέες επενδύσεις και να αυξηθεί ο έλεγχος για τις ελληνοποιήσεις που μαστίζουν την αγορά.
Γεώργιος Μαυρίδης
ΕΝΤΥΠΗ ΑΓΡΟΕΚΦΡΑΣΗ