Χαλάστρα: Tο «ιαπωνικό σύμβολο» βιώσιμης καλλιέργειας ευρωπαϊκού ρυζιού
Υπάρχει μια περιοχή της Ελλάδας, όπου θεωρείται η «Ιαπωνία της Ελλάδας» σε επίπεδο καλλιέργειας ρυζιού. Είκοσι χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης βρίσκεται η Χαλάστρα, σύμβολο για την ελληνική καλλιέργεια ρυζιού. Στην τρέχουσα περίοδο, οι παραγωγοί είναι υπ’ ατμόν για να ξεκινήσουν το αλώνισμα. Μπορεί να φημολογείται ότι το ρύζι ήρθε με τον Μέγα Αλέξανδρο στην περιοχή, ωστόσο η καλλιέργεια ρυζιού ήρθε στην Ελλάδα μετά το 1949 μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η Ελλάδα έγινε αυτάρκης στην παραγωγή ρυζιού. Οι ελληνικοί ορυζώνες βρίσκονται στις παρόχθιες περιοχές των ποταμών Αχελώου, Σπερχειού και Έβρου, αλλά κυρίως στο νομό Θεσσαλονίκης, στο Δέλτα των ποταμών Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα, μία περιοχή που ανήκει στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000 και προστατεύεται από τη Σύμβαση Ramsar.
Στην Ελλάδα, η παραγωγή ρυζιού ξεπερνά τους 200.000 τόνους ετησίως, ενώ το 80% της παραγωγής εξάγεται. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι ποικιλίες μεσόσπερμες τύπου Japonica και πιο συγκεκριμένα Ronaldo, Carolina και Gloria CL. Η Θεσσαλονίκη παράγει περίπου το 70% του συνόλου του ελληνικού ρυζιού ενώ καταλαμβάνει την τρίτη θέση παραγωγέα στην Ευρώπη, μετά από Ιταλία και Ισπανία. Η διευθύντρια μάρκετινγκ και προώθησης της Novacert, Μαρία Ναλμπάντη αναφέρθηκε στις βιώσιμες πρακτικές που χρησιμοποιούνται: Εναλλασσόμενο πότισμα και ξήρανση, σύστημα εντατικοποίησης καλλιέργειας ρυζιού, αμειψισπορά, ψευδοσπορά στο ρύζι.
Όπως δήλωσε η κυρία Ναλμπάντη, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα EURice, μεταξύ της Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης ΑΕ (ΕΑΣΘ) και της ρυθμιστικής Αρχής ρυζιού ΠΟΠ Βαλένθια, στοχεύει στην προβολή της βιώσιμης καλλιέργειας, καθώς οι ορυζώνες λειτουργούν εκτός των άλλων ως «εποχιακοί τεχνητοί υγρότοποι» και προστατεύουν τη βιοποικιλότητα της περιοχής. «Το νερό που μπαίνει στους ορυζώνες βγαίνει ακόμη πιο καθαρό, λόγω της προστατευόμενης περιοχής, η αειφόρος διαχείριση της καλλιέργειας επιβάλλεται και λόγω των κανονισμών για την οικολογική επιτήρηση της περιοχής», ανέφερε ο ορυζοκαλλιεργητής Αλέξης Κράββας και πρόσθεσε: «Πρόκειται για καλλιέργεια εντελώς εκβιομηχανοποιημένη και εξελιγμένη καθώς η ανάπτυξη της γινόταν παράλληλα με την Ιταλία. H καλλιέργεια με την τεχνολογία provisia, είναι το νέο “big thing”, καθώς επιτυγχάνεται η καταπολέμηση των πιο δύσκολων και ανθεκτικών αγρωστωδών ζιζανίων, ιδιαίτερα του κόκκινου ρυζιού και της μουχρίτσας και επιτυγχάνεται η υψηλή παραγωγικότητα συγκομιδής»
Ρύζι και κλιματική αλλαγή
Απειλή η κλιματική αλλαγή για το ρύζι
Το ρύζι αποτελεί βασική τροφή για δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη, αλλά νέα μελέτη έδειξε ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα αρσενικού που περιέχονται στην καλλιέργεια ρυζιού. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι καθώς οι εκπομπές άνθρακα αυξάνονται και η Γη συνεχίζει να θερμαίνεται, το ίδιο θα συμβεί και με τα επίπεδα αρσενικού στο ρύζι. Η παρουσία αρσενικού στο ρύζι είναι από καιρό γνωστή. Οι ερευνητές καλλιέργησαν 28 διαφορετικά στελέχη ρυζιού τύπου paddy σε 4 διαφορετικές τοποθεσίες στην Κίνα, σε πειραματικές συνθήκες για 10 έτη. Διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα αρσενικού στο ρύζι αυξάνονταν καθώς αυξάνονταν οι θερμοκρασίες και τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Οι επιδημιολόγοι μοντελοποίησαν πως, με τα τρέχοντα επίπεδα κατανάλωσης ρυζιού, τα επίπεδα αρσενικού θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανθρώπινη υγεία. Το FOODReporter συνομίλησε με τους παραγωγούς στους ορυζώνες της Χαλάστρας: Εκείνοι ανέφεραν ότι «στην Ελλάδα δεν κινδυνεύουμε προς το παρόν από το αρσενικό». «Γίνονται έλεγχοι καθώς το ευρωπαϊκό κανονιστικό σύστημα είναι από το πιο αυστηρά, επομένως είναι απολύτως ασφαλές», πρόσθεσαν. «Το λευκό ρύζι είναι πιο ασφαλές από το καστανό λόγω της επεξεργασίας του», δήλωσε άλλος παραγωγός: « ̈Βασικό ζήτημα για τη φετινή σοδειά ήταν τα ζιζάνια, τα οποία έχουν γίνει αρκετά ανθεκτικά, προκαλώντας ζημιές στην παραγωγή», ανέφερε. Το στοίχημα είναι ότι οι τιμές βρίσκονται σε χαμηλά αμετάβλητα επίπεδα από το 2012. Ενώ η δημοφιλία προϊόντων και υποπροϊόντων φαίνεται να επεκτείνεται, το κόστος παραγωγής αυξάνεται δίχως μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους.
Πηγή: Άννα Χατζή-Foodereporter