Η καλλιέργεια του λωτού έχει αποκτήσει ενδιαφέρον και στη χώρα μας λόγω της εμπορικής δυναμικής που εμφανίζει το ιδιαίτερο αυτό φρούτο και στην ευρωπαϊκή αγορά τα τελευταία χρόνια.
Γενικά: Ο λωτός (Diospyros kaki L.) ή μήλο της Ανατολής ή διόσπυρος, είναι ένα φρούτο με ιδιαίτερη οικονομική και διατροφική σημασία για τις χώρες της Ασίας (Ιαπωνία, Κίνα, Κορέα, κ.ά.), το οποίο έχει αποκτήσει ισχυρή εμπορική δυναμική τελευταία και στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στη χώρα μας καλλιεργείται σποραδικά σε κήπους από αρχαιοτάτων χρόνων αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ξεκίνησε μια προσπάθεια συστηματικής καλλιέργειας, με την εισαγωγή γλυκών, εμπορικών ποικιλιών. Παρατηρήθηκε μια κλιμάκωση της παραγωγής λωτών τη δεκαετία που διανύουμε, με μια ελαφρά κάμψη τη διετία 2016-2017. Συστηματικοί οπωρώνες λωτού απαντώνται συχνά στη Μακεδονία αλλά ένας από τους κυριότερους οργανωμένους θύλακες της καλλιέργειας εντοπίζεται στην περιοχή των Γιαννιτσών Πέλλας και ιδιαίτερα στις περιοχές των Δημοτικών Διαμερισμάτων: Νέος και Παλιός Μυλότοπος, Αχλαδοχώρι και Αξός.
Άνθος λωτού.
Χαρακτηριστικά του δένδρου και της καλλιέργειας στην περιοχή: Παρόλο που ο λωτός χαρακτηρίζεται από καλή προσαρμογή σε διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα, σε γενικές γραμμές όμως προσαρμόζεται άριστα στη ζώνη καλλιέργειας της ροδακινιάς, με ικανοποιητική αντοχή στις χειμερινές χαμηλές θερμοκρασίες, γι’ αυτό και ανταποκρίνεται καλλιεργητικά ιδιαίτερα καλά στην περιοχή των Γιαννιτσών Πέλλας. Επίσης φαίνεται ότι η καλλιέργεια έχει περιορισμένες αντοχές σε θερινούς καύσωνες.
Τα αμμώδους σύστασης εδάφη της περιοχής φαίνεται να ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη του δένδρου, μιας και το ριζικό του σύστημα δεν ανέχεται τον κακό αερισμό. Παρατηρήθηκε ότι σε αγροκτήματα με αμμώδη σύσταση >50%, τα δένδρα λωτού αποκτούν μεγάλο όγκο και μπαίνουν ταχύτερα στην παραγωγή.
Το φυσικό σχήμα που διαμορφώνει το δένδρο από μόνο του είναι το πυραμιδοειδές. Στην περιοχή των Γιαννιτσών καλλιεργείται συνήθως διαμορφωμένο σε ελεύθερο κύπελλο, με πέντε ή έξι βραχίονες (4,5×5,0 μ.) αλλά και η διαμόρφωσή του σε κάποιες περιπτώσεις σε παλμέτα (4,0×5,0 μ.) έδειξε πολύ καλά αποτελέσματα. Τα δένδρα των ποικιλιών που επικρατούν στην καλλιέργεια λωτού χαρακτηρίζονται από ποικιλομορφία βοτανικών χαρακτηριστικών. Είναι γενικά πολύγαμο είδος αφού εμφανίζει αρσενικά και θηλυκά δένδρα, θηλυκά δένδρα που φέρουν και αρσενικά άνθη και το αντίστροφο, καθώς και τέλεια (ερμαφρόδιτα) άνθη. Η επικονίαση με τη βοήθεια επικονιάστριων ποικιλιών για ορισμένες ποικιλίες είναι επιθυμητή (π.χ. ποικιλία Καραλιόκ) και για άλλες είναι επιθυμητή η παρθενοκαρπία (π.χ. ποικιλία Jiro). Η περίοδος της άνθησης είναι στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Η καρποφορία γίνεται σε ετήσιους βλαστούς, σε οφθαλμούς που φέρονται στη μασχάλη των φύλλων.
Οπωρώνας λωτού ηλικίας 9 ετών, διαμορφωμένος σε παλμέτα.
Τα κλαδέματα καρποφορίας συνιστάται να γίνονται τους χειμερινούς μήνες και να αποφεύγονται τα θερινά, λόγω του ότι ευνοούν τις προσυλλεκτικές καρποπτώσεις. Από παρατηρήσεις αγρού, εξάγεται το συμπέρασμα ότι μετά από τις παραγωγικές χρονιές πρέπει να γίνεται το χειμώνα ελαφρύ κλάδεμα καρποφορίας (αφαίρεση ξερών και λαίμαργων κλάδων μόνο), επειδή θα ακολουθήσει κακή παραγωγικά χρονιά (παρενιαυτοφορία).
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται με βάση την παρθενοκαρπία στην περιοχή των Γιαννιτσών (Jiro και Hana Fuyu) παρουσιάζουν ισχυρή παρενιαυτοφορία, σε αντίθεση με τη σταυρογονιμοποιούμενη Καραλιόκ, που εμφανίζει σταθερότερη παραγωγή. Παρατηρούνται τρία κύματα φυσιολογικής καρπόπτωσης, το πρώτο στο τέλος της άνθησης, το δεύτερο όταν το μέγεθος καρπού είναι στα 3-4 εκατοστά και, το τρίτο, μετά το σχηματισμό του μισού τελικού μεγέθους του καρπού. Το τρίτο κύμα καρπόπτωσης δεν παρατηρείται κάθε χρόνο και η έντασή του ποικίλει. Για να μειωθεί το φαινόμενο της προσυλλεκτικής καρπόπτωσης συνιστάται να μην γίνονται υπερβολικές σε όγκο αρδεύσεις και λιπάνσεις.
Επίσης θα πρέπει να αποφεύγονται, για τον ίδιο λόγο, οι καλοκαιρινές λιπάνσεις. Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατες έρευνες, ένα δένδρο λωτού σε πλήρη παραγωγική ηλικία, βρέθηκε ότι καταναλώνει κατά τη διάρκεια του έτους 500 γραμμάρια αζώτου, 104 γραμμάρια φωσφόρου (σε μορφή P2O), 437 γραμμάρια καλίου (σε μορφή K2O), 500 γραμμάρια ασβεστίου (σε μορφή CaO) και 95 γραμμάρια μαγνησίου (σε μορφή MgO). Θα πρέπει να δοθεί προσοχή στις υπερβολικές λιπάνσεις αζώτου (ευνοούν τις καρποπτώσεις) και στις υπερβολικές λιπάνσεις φωσφόρου (συνδέονται με μείωση της παραγωγικότητας του δένδρου). Γενικώς συνιστάται για τα παραγωγικά δένδρα, η λίπανση να γίνεται το χειμώνα (τέλη Φεβρουαρίου), με ένα σύνθετο βασικό λίπασμα, σε αναλογία N-P-K: 2-1-2. Ένας γενικός εμπειρικός κανόνας που ισχύει για τη λίπανση του λωτού είναι: ένα κιλό λίπασμα για κάθε 35-40 κιλά αναμενόμενης παραγωγής λωτών, για να διαχωριστούν και οι περιπτώσεις ετών με παρενιαυτοφορία ή μη. Επειδή εντοπίζονται και μεγάλες ανάγκες των παραγωγικών δένδρων σε ασβέστιο, συνιστάται σε εδάφη με χαμηλό ανθρακικό ασβέστιο, η εφαρμογή από εδάφους νιτρικού ασβεστίου (CaNO3), σε αναλογία περίπου 500 γραμμαρίων/δένδρο, στην έναρξη της βλάστησης την άνοιξη, για την αποφυγή της υπερβολικής καρπόπτωσης.
Όσον αφορά τις αρδεύσεις ισχύουν τα τυπικά για όλα τα φυλλοβόλα οπωροφόρα, με την ιδιαιτερότητα ότι συνιστώνται τακτικές και με μικρές ποσότητες αρδεύσεις κατά την περίοδο της γονιμοποίησης έως τα αρχικά στάδια ανάπτυξης του καρπού (Ιούνιος έως 20 Ιουλίου περίπου), για την εξισορρόπηση των φαινομένων καρπόπτωσης και την ενίσχυση της αντοχής των καρπών σε συμπτώματα σχισίματος που προκύπτουν σε συνδυασμό με καιρικά φαινόμενα όπως βροχοπτώσεις, μεγάλες διαφορές σχετικής υγρασίας μέρας και νύχτας, κ.λπ. Άλλες ανωμαλίες της φυσιολογίας που προκύπτουν από περιβαλλοντικές επιδράσεις είναι τα ηλιακά εγκαύματα καρπού (πολύ συχνό φαινόμενο) κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς και τα χειμερινά εγκαύματα από χαμηλές θερμοκρασίες (chilling injury), κυρίως όμως κατά τη διάρκεια της συντήρησης σε ψυκτικούς θαλάμους.
Η καρποφορία των δένδρων αρχίζει από το τρίτο με τέταρτο έτος της ηλικίας τους και οι αποδόσεις μπορούν να φτάσουν σε καλές χρονιές τους 7 τόνους/στρέμμα, κατά την πλήρως παραγωγική ηλικία των δένδρων. Η ωρίμανση και συγκομιδή των λωτών στην περιοχή των Γιαννιτσών γίνεται στο διάστημα από 15 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου. Συχνά προλαβαίνουν να εμφανιστούν σε αυτό το διάστημα και οι χειμερινοί παγετοί.
Η συγκομιδή του καρπού γίνεται πάντα με τον κάλυκα. Σημαντική βοήθεια στη διαδικασία της συγκομιδής προσφέρει το ψαλίδι αραιώματος και συγκομιδής. Μοιάζει με αυτό που χρησιμοποιείται στην αραίωση των μήλων αλλά έχει και μια κλίση στη μύτη που το καθιστά πιο εύχρηστο στη λωτοκαλλιέργεια. Η συγκομιδή γίνεται με το κόψιμο του ποδίσκου εις διπλούν, μία φορά για την απόσπαση του καρπού από το δένδρο και μια φορά για τη σύρριζα απομάκρυνση του ποδίσκου από τον καρπό, ώστε να μην τραυματίζονται μεταξύ τους οι λωτοί μέσα στον κουβά ή στην κλούβα συλλογής. Ένας έμπειρος εργάτης μπορεί να συλλέξει ημερησίως 600-800 κιλά λωτούς, κανονικού μεγέθους.
Η συντήρηση των λωτών μπορεί να γίνει με διάφορες μεθοδολογίες. Σε ψυκτικούς θαλάμους με θερμοκρασίες -1,1 έως 0º C και σχετική υγρασία 85-90%, σε σακούλες πολυαιθυλενίου στους 0º C, καθώς και σε θαλάμους τροποποιημένης ατμόσφαιρας με θερμοκρασίες 0 έως 1º C, 8-10% διοξείδιο του άνθρακα, 2-5% οξυγόνο και σχετική υγρασία 90-100%. Στην περιοχή των Γιαννιτσών αποφεύγουν να διατηρήσουν τους λωτούς στους θαλάμους συντήρησης πέρα από την περίοδο των Χριστουγέννων. Οι παραγόμενες ποσότητες λωτών της περιοχής Γιαννιτσών, διατίθενται όλες σε ιδιώτες εμπόρους και εξάγονται σε Μέση Ανατολή, Αίγυπτο και Ευρώπη. Οι τιμές που λαμβάνει ο παραγωγός κυμαίνονται από 0,23 έως 0,50 €/κιλό.
Άλλα προϊόντα που μπορούν να παραχθούν από τη μεταποίηση των λωτών είναι τσίπουρο και ξύδι. Βέβαια οι παραγόμενες ποσότητες αυτών των προϊόντων είναι αρκετά μικρές και γίνονται για ιδιωτική κατανάλωση από κάποιους παραγωγούς. Το ξύδι λωτού μάλιστα θεωρείται από τους λαούς της Ανατολής ως υψηλής διαιτητικής και διατροφικής αξίας και καταναλώνεται και σε πόσιμη μορφή, ανακατεμένο με νερό.
Το δένδρο του λωτού
- Έχει ικανοποιητική αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα.
- Έχει περιορισμένη αντοχή στους καύσωνες του καλοκαιριού.
- Ευδοκιμεί καλύτερα στα αμμώδη, στραγγερά, εδάφη.
Καλλιεργούμενες ποικιλίες λωτού στην περιοχή των Γιαννιτσών
Πριν από δύο δεκαετίες, οι περισσότεροι κήποι φιλοξενούσαν, για καλλωπιστικούς λόγους αλλά και για οικογενειακή κατανάλωση, δένδρα παραδοσιακών λωτών, με μικρούς και στυφούς καρπούς, που έπρεπε να τοποθετηθούν στην κατάψυξη για λίγα εικοσιτετράωρα για να αποστυφωθούν και να γίνουν κατάλληλοι για βρώση. Σήμερα, οι καλλιεργητές λωτών για εμπορικούς/επιχειρηματικούς λόγους στην περιοχή των Γιαννιτσών, έχουν καταλήξει στις εξής ποικιλίες: Jiro, Hana Fuyu και Καραλιόκ ή Σοκολάτα ή Σοκολατίνα, καθώς και στη Rojo Brillante, που τώρα τελευταία έχει φυτευθεί δοκιμαστικά ένας αριθμός δένδρων στην περιοχή. Ειδικότερα για τις ποικιλίες αυτές θα μπορούσαν να αναφερθούν τα παρακάτω.
Jiro. Είναι η ποικιλία με τη μεγαλύτερη εμπορική δυναμική αυτή τη στιγμή στην περιοχή Γιαννιτσών. Κατάγεται από τις Η.Π.Α. (Καλιφόρνια) και παράγει μεγάλου μεγέθους γλυκούς καρπούς, ελαφρώς πλακέ στο σχήμα. Για τη Jiro είναι επιθυμητή η παρθενοκαρπία, γι’ αυτό καλλιεργείται σε μονοποικιλιακούς αγρούς, χωρίς την παρουσία άλλης ποικιλίας λωτού. Αν σταυρογονιμοποιηθεί, παράγει καρπούς με σπέρμα οι οποίοι έχουν πολύ περιορισμένες αντοχές συντήρησης. Παρουσιάζει ισχυρή παρενιαυτοφορία.
Καρποί παραδοσιακών (στυφών) λωτών για οικογενειακή κατανάλωση. Καρποί ποικιλίας «Jiro».
Hana Fuyu. Τα προηγούμενα χρόνια καταλάμβανε σημαντικό ποσοστό φυτεύσεων στην περιοχή των Γιαννιτσών αλλά τελευταία δεν προτιμάται στις νέες φυτεύσεις, λόγω της μικρής χρονικά αντοχής των καρπών στη συντήρηση και το ότι το δένδρο δείχνει να προσβάλλεται με ιδιαίτερη ένταση από το ξυλοφάγο έντομο Σέζια (Synanthedon myopaeformis). Κατάγεται από την Ιαπωνία και παράγει γλυκούς, ποιοτικούς καρπούς, σφαιρικού έως μηλοειδούς σχήματος. Και για τη Hana Fuyu είναι επιθυμητή η παρθενοκαρπία, γι’ αυτό καλλιεργείται σε μονοποικιλιακούς αγρούς, χωρίς την παρουσία άλλης ποικιλίας λωτού. Παρουσιάζει ισχυρή παρενιαυτοφορία.
Καρποί ποικιλίας «Hana Fuyu».
Καραλιόκ ή Σοκολάτα (ή Σοκολατίνα ή Σοκολά ή Τζιοκολατίνο). Καταλαμβάνει σημαντικό ποσοστό φυτεύσεων στην περιοχή των Γιαννιτσών. Γίνονται προσπάθειες σταθεροποίησης των εκτάσεων και των παραγωγών επειδή εμφανίζει κάποια προβλήματα εμπορίας και απορροφούνται συγκεκριμένες ποσότητες κατ’ έτος. Είναι ασιατικής προέλευσης ποικιλία (πιθανόν να πρόκειται για τη γνωστή σε Κορέα, Κίνα και Ιαπωνία, Tsuru Noko). Στην Ευρώπη είναι πιο γνωστή με την ιταλική ονομασία Τζιοκολατίνο. Χρειάζεται εγκατάσταση και επικονιάστριας ποικιλίας στον οπωρώνα. Με τη σταυρογονιμοποίηση οι καρποί της ποικιλίας εμφανίζουν σπέρμα και αποκτούν το σοκολατί χρώμα σάρκας για το οποίο είναι γνωστοί και οφείλουν και την ονομασία τους. Επίσης τότε αποκτούν και γλυκύτητα και είναι κατάλληλοι προς κατανάλωση. Υπάρχει περίπτωση στον ίδιο οπωρώνα να βρίσκονται αγονιμοποίητοι στυφοί καρποί και ταυτόχρονα γονιμοποιημένοι γλυκοί, με σοκολατί χρώμα σάρκας καρποί. Πρόκειται για την πιο παραγωγική ποικιλία από τις προαναφερόμενες (έως 120 κιλά το δένδρο) και με το μικρότερο βαθμό παρενιαυτοφορίας. Ως επικονιαστές χρησιμοποιούνται δένδρα Άγριας Σοκολατίνας, με παρόμοιους αλλά πολύ μικρότερου μεγέθους καρπούς, με αυτούς της εμπορικής ποικιλίας. Η βιβλιογραφία αναφέρει ως καλούς επικονιαστές και τις Hyakuma και Zenji Maru, τις οποίες ποικιλίες επικονιάζει καλά και η ίδια.
Καρποί ποικιλίας «Καραλιόκ».
Rojo Brillante. Όπως προαναφέρθηκε, τελευταία έχουν φυτευθεί στην περιοχή Γιαννιτσών και δένδρα της εμπορικής ισπανικής ποικιλίας Rojo Brillante, οι παραγόμενες ποσότητες της οποίας είναι πολύ μικρές ακόμη. Παράγει μεγάλου μεγέθους, άσπερμους αλλά στυφούς καρπούς, που χρειάζεται να περάσουν από διαδικασία αποστύφωσης σε θαλάμους με διοξείδιο του άνθρακα (CO2). Η ποικιλία μαζεύεται άγουρη και τοποθετείται στους θαλάμους αποστύφωσης συσκευασμένη, έτοιμη για διακίνηση στο εμπόριο.
Καρποί επικονιάστριας ποικιλίας «Άγρια Σοκολατίνα».
Ποικιλίες του λωτού
- Εγκαταλείπονται οι παραδοσιακές ποικιλίες με στυφούς καρπούς.
- Προτιμώνται ποικιλίες με μεγάλους γλυκούς καρπούς για άμεση κατανάλωση.
- Ορισμένες ποικιλίες χρειάζονται επικονιάστριες ενώ άλλες όχι (επιθυμητή η παρθενοκαρπία).
Προβλήματα φυτοπροστασίας στην περιοχή των Γιαννιτσών
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι το δένδρο του λωτού είναι σχετικά ανθεκτικό σε προσβολές και η λωτοκαλλιέργεια ενδείκνυται για βιολογική παραγωγή. Έτσι, ο λωτός θεωρείται από τα πιο καθαρά φρούτα σε υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Νούμερο ένα εχθρός των λωτών στην περιοχή των Γιαννιτσών είναι η Μύγα της Μεσογείου (Ceratitis capitata), όπου παρατηρείται θύλακας διαβίωσης του εντόμου. Επίσης τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και ένα άλλο Δίπτερο, η Μύγα της Ασίας ή Δροσόφιλα (Drosophila suzukii), που παρουσιάζει μια γενιά πάνω στην εποχή συγκομιδής του λωτού. Η Μύγα της Μεσογείου φαίνεται να δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση στις ποικιλίες Hana Fuyu και Καραλιόκ. Τα δύο ως άνω έντομα αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά ως τώρα με τροφοελκυστικές παγίδες. Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν προσβολές των δένδρων από το ξυλοφάγο έντομο Σέζια (Synanthedon myopaeformis), με μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ποικιλία Hana Fuyu. Δεν υπάρχει εγκεκριμένος τρόπος χημικής καταπολέμησης του συγκεκριμένου εντόμου για την καλλιέργεια του λωτού.
Άλλες προσβολές που παρατηρούνται κατά καιρούς, μικρής οικονομικής σημασίας όμως, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται κάποια ειδική επέμβαση φυτοπροστασίας, είναι οι προσβολές από Μετκάλφα (Metcalfa pruinosa), προσβολές από Κηροπλάστη (Ceroplastes rusci), τυχαίες προσβολές στην ποικιλία Καραλιόκ από Καρπόκαψα της δαμασκηνιάς (Grapholita funebrana), καθώς και σπάνιες προσβολές από Αλευρώδεις (Bemisia argentifolii ή Trialeurodes vaporariorum), όπου δεν είναι διαπιστωμένο ποιος Αλευρώδης είναι, με πιθανότερο να είναι ο πρώτος.
Από μυκητολογικές προσβολές δεν έχει παρατηρηθεί τίποτα στον αγρό. Παρατηρήθηκαν μόνο μετασυλλεκτικές προσβολές του καρπού από Αλτερνάρια (Alternaria sp.). Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και ένα φαινόμενο, προς το παρόν αποκλειστικά στην ποικιλία Hana Fuyu, στο οποίο οι καρποί εμφανίζουν στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν ο καρπός είναι ακόμα πράσινος, μαύρα επιφανειακά στίγματα, που καθιστούν τον λωτό μη εμπορεύσιμο. Μετά από αποστολές δειγμάτων στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, δεν ανιχνεύτηκαν φυτοπαθολογικά αίτια. Επίσης δεν μπόρεσε να συνδυαστεί η εμφάνιση του φαινομένου με κάποιες ειδικές εδαφοκλιματικές καταστάσεις, μιας και εμφανίζεται σε όλη την έκταση των καλλιεργειών λωτού της περιοχής Γιαννιτσών, ανεξαρτήτως συνθηκών. Πιθανόν να πρόκειται για ιδιαιτερότητα της Hana Fuyu, θέμα το οποίο δεν αναφέρεται στη βιβλιογραφία. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Οι καταγραφόμενες ζημίες έχουν προσεγγίσει σε κάποιες περιπτώσεις έως και το 80% της παραγωγής.
Παστόπουλος Σάββας1, Καζαντζής Κωνσταντίνος2, Μαρνασίδης Συμεών3
1 Γεωπόνος (MSc), Ν. Μυλότοπος Γιαννιτσών.
2 Γεωπόνος Τ.Ε., ΕΛ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ», Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης & Φυτογενετικών Πόρων, Τμήμα Φυλλοβόλων Οπωροφόρων Δένδρων Νάουσας.
3 Γεωπόνος (MSc/MSc), Τμήμα Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Πέλλας, Έδεσσα.