Του Θοδωρή Καρυώτη *
Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να εμφανίζονται ακραία καιρικά φαινόμενα με μεγαλύτερη συχνότητα, τα οποία πολύ δύσκολα μπορούν να αντιμετωπισθούν. Για να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τα πολύ σοβαρά προβλήματα που δημιουργούνται, πρέπει να αναπροσαρμοσθούν οι πολιτικές που σχετίζονται με τη διαχείριση αυτών των φαινομένων. Είναι φανερό ότι τα ασήμαντα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας που έγιναν στη Θεσσαλία μετά τις καταστροφές της κακοκαιρίας “Ιανός” δεν ήταν αποτελεσματικά, ίσως λόγω απουσίας συντονισμού και ανυπαρξίας σχεδιασμού, τουλάχιστον σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Κατά τη διάρκεια των πλημμυρών, τα χωράφια που βρίσκονται σε πλαγιές αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο διάβρωσης, ενώ στις πεδιάδες υπάρχει εναπόθεση και συσσώρευση άμμου, αργίλλου ή υλικών ιλύος. Οι πλημμύρες μπορούν να αλλάξουν σημαντικά το επίπεδο των θρεπτικών στοιχείων στα γεωργικά εδάφη. Οι καταστροφικές συνέπεις των πλημμυρών, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ένταση και επιδρούν στις προσθήκες ή/και απώλειες θρεπτικών στοιχείων, ειδικά στα γεωργικά εδάφη. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα μεγάλα αγροτικά και πληθυσμιακά κέντρα της αρχαιότητας χτίστηκαν γύρω από τις περιοχές όπου οι πλημμύρες εμπλούτιζαν τα καλλιεργούμενα εδάφη σε θρεπτικά στοιχεία π.χ. ποταμός Τίγρης-Ευφράτης και ο Νείλος.
Σε περίπτωση έντονης πλημμύρας, μαζί με το χώμα που χάνεται λόγω της διάβρωσης μπορεί να μεταφερθούν θρεπτικά συστατικά και οργανική ουσία με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας. Επίσης, διάφορα θρεπτικά στοιχεία π.χ. νιτρικό άζωτο μπορούν να εκπλυθούν και να μετακινηθούν στα βαθύτερα στρώματα εδάφους ή να μετακινηθούν στα υπόγεια ύδατα. Η υψηλή περιεκτικότητα σε άργιλο ή ιλύ σημαίνει ότι τα εδάφη μπορούν να συμπιεστούν και να σχηματίσουν επιφανειακή κρούστα μετά από πλημμύρες. Όμως, με προσθήκη υλικών με κατάλληλη μηχανική σύσταση και εφαρμογή συγκεκριμένων γεωργικών πρακτικών μπορεί να γίνει αποκατάσταση των παραπάνω εδαφικών τύπων.
Μόλις κόπασε η πρόσφατη κακοκαιρία Daniel, άρχισαν οι δυσοίωνες προβλέψεις χωρίς επιστημονικά στοιχεία από ορισμένους συχνούς επισκέπτες των καναλιών οι οποίοι έβγαλαν πόρισμα (χωρίς στοιχεία) για τη …. γονιμότητα των εδαφών!!!. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, υπήρξαν ατυχείς δηλώσεις όπως π.χ. “σε πέντε χρόνια θα είναι γόνιμος ξανά ο κάμπος της Θεσσαλίας” ή “oι αγροτικές εκτάσεις είναι περιοχές που θα αργήσουν να ανακάμψουν”. Επιπλέον, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία για το πάχος της απόθεσης υλικού από την πλημμύρα για τις εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα, συνεχίζουν ακάθεκτοι υποστηρίζοντας ότι: “δεν είναι μόνο η αγροτική αναπαραγωγή που καταστράφηκε ολοσχερώς, είναι ότι οι αποθέσεις αργίλων και λάσπης πάνω στα γόνιμα εδάφη πάχους τουλάχιστον μισού μέτρου δεν μπορούν να φιλοξενήσουν καλλιέργειες”!!!.
Δυστυχώς, τέτοιου είδους διαπιστώσεις ακόμη και αν στο μέλλον αποδειχθούν αληθινές, δεν μπορούν να εκστομίζονται κυρίως για λόγους εντυπωσιασμού. Όμως, για να είμαστε ρεαλιστές ας πάρουμε τα πράγματα με βάση τα στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αφορούν τις επιπτώσεις από την πλημμύρα στη γονιμότητα των εδαφών, τη διαπίστωση του μεγέθους της υποβάθμισης καθώς και την αντιμετώπιση.
Σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, τα δορυφορικά δεδομένα από το ραντάρ του ευρωπαϊκού δορυφόρου Sentinel-1 έδειξαν ότι η έκταση του Θεσσαλικού κάμπου η οποία έχει πλημμυρίσει ξεπέρασε τις 720.000 στρέμματα.
(φ)
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα αν γνωρίζουμε το επίπεδο της τυχόν υποβάθμισης της εδαφικής γονιμότητας λόγω πλημμύρας, πότε τα καλλιεργούμενα εδάφη θα ανακάμψουν; Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, πρέπει να γίνει δειγματοληψία εδαφών σε όλες τις καλλιεργούμενες περιοχές τουλάχιστον σε βάθος στο οποίο έγινε η απόθεση των υλικών της πλημμύρας. Επειδή η ένταση και η συχνότητα της πλημμύρας επηρεάζει την ετερογένεια των ιδιοτήτων του εδάφους ολόκληρης της επιφάνειας που έχει καλυφθεί από τα νερά της πλημμύρας, τα παραπάνω πρέπει να τα λάβουμε υπόψη για την πυκνότητα και τον προσδιορισμό του αριθμού θέσεων της δειγματοληψίας. Στη συνέχεια πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες εργαστηριακές αναλύσεις εκείνων των εδαφικών ιδιοτήτων και των περιοριστικών παραγόντων που επιδρούν στην προσαρμοστικότητα και στην απόδοση των καλλιεργειών. Ενδεικτικά, για την αξιολόγηση της γονιμότητας αναφέρονται οι παρακάτω παράγοντες: πάχος στρώματος του υλικού απόθεσης, κοκκομετρική σύσταση, ικανότητα ανταλλαγής κατιόντων, οργανική ουσία, επίπεδα θρεπτικών στοιχείων, οξύτητα, πορώδες, ικανότητα συγκράτησης νερού, κ.ά. Να τονισθεί ότι κατά την αξιολόγηση των εργαστηριακών αποτελεσμάτων, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στις εδαφικές ιδιότητες που μεταβάλλονται λιγότερο με το χρόνο.
Για τη σύγκριση στην αύξηση ή μείωση της γονιμότητας των εδαφών, ανάμεσα στην κατάσταση που υπήρχε πριν την πλημμύρα με εκείνη μετά την πλημμύρα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα αναγκαία στοιχεία που έχουν αποτυπωθεί στον λεπτομερή εδαφολογικό χάρτη των νομών της Θεσσαλίας. Ο χάρτης συντάχθηκε από τον ΕΛΓΟ “ΔΗΜΗΤΡΑ” πριν από αρκετά χρόνια και συνοδεύεται από τις αντίστοιχες εδαφολογικές μελέτες. Συντάχθηκε από το Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών υπό την επιστημονική καθοδήγηση του Καθηγητή της Γεωπονικής Αθηνών κ. Ν. Γιάσογλου και συμμετείχα στις εργασίες του εδαφολογικού χάρτη μαζί με άλλους αξιόλογους συναδέλφους. Επειδή η γονιμότητα του εδάφους, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα είδη των καλλιεργειών που μπορούν να προσαρμοσθούν και να έχουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο παραγωγής, η παραπάνω αρχική αξιολόγηση μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στο μέλλον στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών σε κάθε περιοχή.
Ενδεικτικό απόσπασμα χάρτη κοκκομετρικής σύστασης στους επιφανειακούς ορίζοντες της περιοχής Κάρλας για βάθος 0-25 cm
Η εφαρμογή ενός προγράμματος αναδιάρθρωσης καλλιεργειών, μπορεί να ξεκινήσει μετά την αξιολόγηση της καταλληλότητας γης, για την οποία θα χρησιμοποιηθούν τα αναγκαία εδαφολογικά χαρακτηριστικά, καθώς και η αξιολόγηση των περιοριστικών κλιματικών παραγόντων για κάθε καλλιέργεια. Επίσης, πρέπει να συμπεριληφθούν και περιβαλλοντικοί παράγοντες, συνθήκες στράγγισης, βάθος εδάφους, κλίση εδάφους, καθώς φυσικοχημικές και βιολογικές εδαφικές ιδιότητες. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές διεθνών Οργανισμών (π.χ. Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων) πρέπει να ληφθούν υπόψη κοινωνικο οικονομικοί παράγοντες (συνθήκες αγοράς, επίπτωση στο αγροτικό εισόδημα κ.ά.) και παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή όπως: εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ρυθμός μεταβολής εδαφικού οργανικού άνθρακα, δραστηριότητα μικροοργανισμών εδάφους, κίνδυνος πλημμύρας, διάβρωση κ.ά.
Αναφορικά με το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά τις πλημμύρες, να υπενθυμίσουμε ότι ψηφίσθηκε η Οδηγία 2007/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Όμως, η μη εφαρμογή της στις πρόσφατες πλημμύρες σχετικά με την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας, φαίνεται ότι θα δημιουργήσει “πρόσφυγες” της κλιματικής κρίσης, ειδικά στη Θεσσαλία. Στις 15 Φεβρουαρίου του 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στη χώρα μας και δεύτερη προειδοποιητική επιστολή στην κυβέρνηση σχετικά με την παραβίαση της κοινοτικής Οδηγίας σύμφωνα με την οποία η χώρα μας θα έπρεπε να επικαιροποιήσει τους χάρτες επικινδυνότητας πλημμύρας μέχρι το 2019. Παράλληλα, έπρεπε να συντάξει τους χάρτες κινδύνου πλημμύρας στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της για την εφαρμογή της Οδηγίας 2007/60/ΕΚ. Η παραπάνω Οδηγία προβλέπει τη σύνταξη και την εφαρμογή Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνου Πλημυρών (ΣΔΚΠ) για τη μείωση των συνεπειών των πλημμυρών σε επίπεδο λεκάνης απορροής. H εφαρμογή τους, θα είχε μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο απώλειας της ανθρώπινης ζωής, τις καταστροφές στις κατοικημένες περιοχές, στις καλλιεργούμενες εκτάσεις και γενικά στην οικονομική δραστηριότητα.
H πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της υπό ψήφιση Οδηγίας που αφορά τη συστηματική παρακολούθηση των εδαφών COM(2023) 416 final), εκτός των άλλων, προτείνει μέτρα για τη βελτίωση της συγκράτησης των υδάτων του εδάφους για τον μετριασμό ή/και την πρόληψη των πλημμυρών. Η ικανότητα των εδαφών να συγκρατούν νερό βοηθά τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπιση των κινδύνων καταστροφών. Όταν τα εδάφη μπορούν να απορροφήσουν περισσότερες βροχοπτώσεις, μειώνεται η ένταση των πλημμυρών. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρακολουθούν και στη συνέχεια να αξιολογούν την κατάσταση όλων των εδαφών στην επικράτειά τους, ώστε να μπορούν να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα από τις αρμόδιες αρχές καθώς και από τους ιδιοκτήτες γης. Οι πρακτικές πρέπει να προσαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο από το κράτος μέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές τοπικές, κλιματικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τις χρήσεις γης και τους τύπους εδαφών. Έστειλε η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση τεκμηριωμένες και εξειδικευμένες προτάσεις για την παρακολούθηση της ποιότητας των εδαφών;