Πέμπτη, 17 Απριλίου, 2025
spot_img
spot_img
spot_img

Προβληματισμός για την επιτραπέζια ελιά

Ορατός ο κίνδυνος να μείνουν ασυγκόμιστες ελιές

  • Λόγω απουσίας εργατικών χεριών, αναφέρουν στην «ΑγροΕκφραση» καλλιεργητές του προϊόντος  

Ορατός είναι ο κίνδυνος να μην συγκομιστεί το σύνολο της επιτραπέζιας ελιάς φέτος καθώς απουσιάζουν τα εργατικά χέρια. Πρόβλημα στο οποίο εστιάζουν οι πάντες τονίζοντας ότι η Πολιτεία πρέπει να πράξει τα δέοντα έτσι ώστε καμία άλλη χρονιά να μην βρεθεί ξεκρέμαστη η τόσο σημαντική αυτή καλλιέργεια.

 Δύσκολη χρονιά για πολλούς λόγους χαρακτηρίζει τη φετινή για την επιτραπέζια ελιά ο αγρότης από τον Αλμυρό Μαγνησίας, κ. Νίκος Παππάς. Όπως μας λέει καταρχήν δεν υπάρχουν εργατικά χέρια και άρα αρκετά δέντρα δεν θα μαζευτούν, ενώ σε αυτό θα συμβάλλει και η αύξηση του εργατικού κόστους με το μεροκάματο να φτάνει τα 40 ευρώ από 35 ευρώ πέρυσι. Ένας δεύτερος αλλά εξίσου βασικός παράγοντας που δεν θα μαζευτούν τα δέντρα έχει να κάνει με την ανομβρία. Στα ξερικά χωράφια, όπως λέει έχει υποβαθμιστεί σημαντικά η ποιότητα, και όποιες ελιές συγκομιστούν θα πάνε για ελαιοποίηση. Και εδώ είναι ο τρίτος λόγος που δικαιολογεί τον όρο δύσκολη Χρονιά. Με το κόστος της ενέργειας να έχει ξεφύγει εξ ολοκλήρου, τα ελαιοτριβεία ζητούν ποσοστό 20% επί του λαδιού που βγαίνει έναντι 12% που ήταν κατά μέσο όρο πέρυσι.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι είναι μια δύσκολη χρονιά όπου ο αγρότης θα δυσκολευτεί εξαιρετικά να καλύψει τις υποχρεώσεις του και εδώ πια φτάνουμε στις τιμές οι οποίες δεν καλύπτουν ούτε τα ουσιώδη συνεχίζει ο κ. Ν. Παππάς. Και εξηγεί: συγκομίζουμε ελιές αλλά τιμές δεν ξέρουμε παρά μόνο κάποιες φήμες. Ακούγεται, κατά τον ίδιο, ότι οι τιμές για την χοντρότερη πράσινη ελιά (Xαλκιδικής ή Αμφίσσης) στο 1,10 ευρώ τα 110 τεμάχια, ενώ πέρυσι ήταν στο 1,60 ευρώ και πρόπερσι στο 1,20 ευρώ.
Με τα κόστη έτσι όπως έχουν ξεφύγει, θεωρεί ότι μία τιμή στο 1,50 ευρώ θα ήταν ικανοποιητική για τον αγρότη. Με την τρέχουσα φημολογία όπως λέει είναι σίγουρος ότι η βιομηχανία δεν θα καταφέρει τελικά να μαζέψει την ελιά που θέλει .
Στην παρούσα φάση στην περιοχή του Αλμυρού, συγκομίζεται η πράσινη ελιά (Χαλκιδικής ή Πηλίου ή Αμφίσσης) και από το Νοέμβριο ακολουθεί η μαύρη (η γαλανή, η Αμφίσσης και η Καλαμών). Σε γενικές γραμμές μιλάμε για υπερπαραγωγή όπου το κάθε στρέμμα εκτιμάται να αποδώσει περί τα 1500 κιλά. Θα κινηθεί δηλαδή στα προπερσινά επίπεδα.  

Πως θα μπορούσε η ψυχολογία του Έλληνα αγρότη να είναι καλή, ιδίως όταν ακούει ως τιμές για τη νωπή ελιά Αμφίσσης από εξαγωγείς τα 55 και τα 60 λεπτά, μας λέει ο κ. Γιώργος Πολύμερος, πρόεδρος στον Αγροτικό Συνεταιρισμό-Ομάδα Παραγωγών Πουρναρίου, το Λιόδεντρο. Σύμφωνα με τον ίδιο η τιμή πρέπει να είναι τουλάχιστον τα 80 λεπτά, υπενθυμίζοντας ότι πέρυσι ο Συνεταιρισμός πούλησε την έτοιμη προς βρώση ελιά 1,5 ευρώ και την βιολογική στα 2,5 ευρώ.
Το γιατί όμως πρέπει η τιμή να πάει στα 80 λεπτά μας το εξηγεί με χαρακτηριστικά παραδείγματα ο ίδιος. Πέρυσι το απλό λίπασμα των 40 κιλών κόστιζε 15 ευρώ και φέτος 38 ευρώ ή αλλιώς ο τόνος πέρυσι είχε τιμή  300 ευρώ και φέτος 800 ευρώ. την ίδια στιγμή ένα απλό φάρμακο για το βάκιλο  κόστιζε πέρυσι 18 ευρώ και φέτος έχει πάει 45 ευρώ, ενώ το δοχείο για λάδι (16 κιλών) πέρυσι το προμηθεύονταν με 3 ευρώ και φέτος με 4,20 ευρώ. Την ίδια στιγμή συμπληρώνει ο ίδιος το κόστος για τον αγρότη έχει ανέβει και στα ελαιοτριβεία. Συγκεκριμένα πέρυσι, όπως μας λέει ο αγρότης αγόραζε το 10% του δικαιώματος του ελαιοτριβείου  στα 4 ευρώ το κιλό το λάδι και φέτος έχει πάει στα 5 ευρώ, ενώ αν συμπεριληφθούν το χαρτόσημο και τα παραστατικά το συνολικό κόστος πάντα για τον αγρότη ανεβαίνει στα 5,60 ευρώ.
Γίνεται κατανοητό κατά τον ίδιο ότι η κατάσταση φέτος δεν είναι καλό για τον καλλιεργητή ελιάς. Στην περιοχή, όπως λέει υπάρχει μεν υπερπαραγωγή όμως το γεγονός αυτό σε συνδυασμό ότι δεν υπήρχε σωστή διαχείριση με το νερό του ποτίσματος έβγαλε στα δέντρα μικρό καρπό. Σε γενικές γραμμές η στρεμματική απόδοση θα κυμανθεί στα 600 με 700 κιλά.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω αναρωτιέται ο ίδιος πως είναι δυνατόν να κάνει κάποιος λόγο για τιμή στα 55 λεπτά, όταν επί παραδείγματι το extra παρθένο ελαιόλαδο στο οργανωμένο λιανεμπόριο πωλείται στα 8,42 ευρώ το κιλό.

Απαντήσεις στο πως διαμορφώνεται η κατάσταση στην επιτραπέζια ελιά, τόσο εντός, όσο και εκτός Ελλάδας καθώς και για την αύξηση του κόστους παραγωγής, δίνει ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ κ. Κώστας Ζούκας.

Ας τις δούμε λοιπόν, αναλυτικά:

Πως διαμορφώνεται η κατάσταση της επιτρ.ελιάς εντός και εκτός Ελλάδας;
Η Ελλάδα είναι η 2η εξαγωγός χώρα στις επιτραπέζιες ελιές, στην παγκόσμια κατάταξη. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών δημοφιλών επιτραπέζιων ποικιλιών ελιάς (Χαλκιδική, Κονσερβολιά, Καλαμών), όπως ο παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας και η συλλογή με το χέρι του ελαιόκαρπου, η φυσική ωρίμανση στο ελαιόδεντρο (black natural olives), η επεξεργασία, η μεταποίηση (άρωμα, γεύση) και η τυποποίηση του προϊόντος από σύγχρονες εγκαταστάσεις της χώρας που τηρούν υποχρεωτικά την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων, αποτελούν βασικά πλεονεκτήματα του προϊόντος ώστε να την διατηρούν σ’ αυτή τη θέση.
Με τις πρώτες εξαγωγές των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών να καταγράφονται το 1858 (200 τόνοι) και το 2021 να φτάνουν τους 240.000 τόνους (αξία €550 εκατ.), η επιτραπέζια ελιά αποτελεί σήμερα εθνικό προϊόν για τη χώρα μας, ίσως το σημαντικότερο, με αποκλειστικά εξαγωγικό προσανατολισμό (εξάγεται 80%+ του μεταποιημένου προϊόντος), σε περισσότερες από 100+ χώρες, συμβάλλοντας στο εθνικό μας εισόδημα κατά 550+ εκατ. ετησίως, εμφανίζοντας την τελευταία δεκαετία σχεδόν διπλασιασμό εξαγωγικών επιδόσεων.
Τα τελευταία χρόνια η στροφή των καταναλωτών σε ένα πιο υγιεινό διατροφικό μοντέλο, με έμφαση στον Μεσογειακό τρόπο διατροφής, έχει συμβάλλει σημαντικά στην παγκόσμια ζήτηση για το ελληνικό προϊόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι, οι επιτραπέζιες ελιές αποτελούν προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας.
Η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού προϊόντος δίνει πλεονέκτημα στις ελληνικές εξαγωγές στον ανταγωνισμό από άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες. Δεν ισχύει το ίδιο όμως σε επίπεδο τιμών και ειδικά από χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο που συνεπάγεται χαμηλό κόστος κτήσης του πρωτογενούς προϊόντος αλλά και χαμηλό κόστους εργασίας και μεταποίησης.
Τέτοιες χώρες, όπως για παράδειγμα η Αίγυπτος και η Τουρκία, ασκώντας αυτόνομη νομισματική πολιτική, μπορούν ανεμπόδιστα να υποτιμούν το εθνικό τους νόμισμα και να δημιουργούν επιπλέον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις εξαγωγές τους, κάτι που φυσικά δεν μπορεί να κάνει η χώρα μας (και κάθε ευρωπαϊκή χώρα) που έχουμε ως νόμισμά μας το ευρώ.
Ο μόνος τρόπος λοιπόν που έχουμε για να ανταγωνιστούμε τις χαμηλότερες τιμές είναι να επιμείνουμε στο ποιοτικό προϊόν που προσφέρουμε και με περισσότερη φροντίδα και προσήλωση να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος στον πρωτογενή τομέα.
Ταυτόχρονα σε επίπεδο μεταποίησης οφείλουμε να φροντίσουμε να ανανεώνουμε τις μορφές που προσφέρουμε το προϊόν με νέες συνταγές και συσκευασίες, κάνοντας παράλληλα προσπάθεια μέσω νέων επενδύσεων ώστε να μειώσουμε το κόστος.

Τι γίνεται με την αύξηση του κόστους παραγωγής;

Η ενεργειακή κρίση σαφώς και επηρεάζει αρνητικά τις επιχειρήσεις του κλάδου, τόσο σε επίπεδο αύξησης του κόστους παραγωγής μέσω των συνεχών ανατιμήσεων σε ενέργεια, μεταφορές, υλικά συσκευασίας, βοηθητικές ύλες κ.τ.λ., αλλά και σε επίπεδο πωλήσεων μέσω της περιορισμένης ζήτησης που θα προκαλέσει ο πληθωρισμός και η οικονομική ύφεση σε παγκόσμια κλίμακα.
Πέραν όμως του μεταποιητικού κλάδου, η ενεργειακή κρίση έχει επιφέρει σημαντικές αυξήσεις στα κόστη και του πρωτογενούς τομέα. Το αυξημένο κόστος που αντιμετωπίζουν οι ελαιοπαραγωγοί αθροιστικά με το αυξημένο κόστος της μεταποίησης δημιουργούν μία ιδιαιτέρως αρνητική συνθήκη για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος στη διεθνή αγορά. Οι εξαγωγείς απορροφούν ένα σημαντικό ποσοστό των αυξήσεων ώστε να διατηρήσουν την θέση των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών στα ράφια του εξωτερικού, αλλά αυτό σε βάθος χρόνου πλήττει την χρηματοοικονομική τους θέση.
Πρόκειται λοιπόν για μία δύσκολη εξίσωση που καλούμαστε να επιλύσουμε έτσι ώστε αφενός να μην πληγεί ανεπανόρθωτα το αγροτικό εισόδημα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων και αφ’ ετέρου να διατηρήσουμε την ανταγωνιστικότητα και το μερίδιό μας σε μία διαφαινόμενη συρρικνούμενη και  υποτονική αγορά λόγω ύφεσης και πληθωρισμού.

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

ΕΝΤΥΠΗ ΑΓΡΟΕΚΦΡΑΣΗ

Διαβάστε τα νέα μας στις ειδήσεις της Google

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ