- Μέτρα και πολιτικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος στις Μεσογειακές χώρες!
- Του Δρα Θόδωρου Καρυώτη* Γεωπόνου-Εδαφολόγου, συντ. Τακτικού Ερευνητή του ΕΛΓΟ “ΔΗΜΗΤΡΑ”
Οι υδάτινοι πόροι είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία πολλών μεσογειακών χωρών, ενώ η κλιματική αλλαγή εκτιμάται ότι θα προκαλέσει σημαντική μείωση στη διαθεσιμότητα νερού άρδευσης στη Μεσόγειο, με μειώσεις 2–15% για αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 °C (Cramer et al. 2018). Μια επιπλέον μείωση των επιπέδων των υπόγειων υδάτων (Noto et al. 2022), θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παροχής νερού σε φυσικούς και τεχνητούς ταμιευτήρες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται κυρίως για άρδευση. Στις μεσογειακές χώρες, η αρδευόμενη γεωργία αντιπροσωπεύει μεγάλο μερίδιο των συνολικών αντλήσεων νερού (περίπου 83% στην Ελλάδα, 68% στην Ισπανία, 57% στην Ιταλία και 52% στην Πορτογαλία). Επιπλέον, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην κατανομή των καλλιεργειών ανά περιοχή, στη νομοθεσία για τη χρήση των νερών για άρδευση, διαφορές στο μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων μεταξύ των χωρών, κ.λ.π.
Οι προβλέψεις που σχετίζονται με τις βροχοπτώσεις για τη Μεσόγειο αποκαλύπτουν ότι μελλοντικά η μείωση της διαθεσιμότητας νερού, ειδικά στα νότια και τα ανατολικά εκτιμήθηκε ότι θα είναι περίπου 9% με αύξηση θερμοκρασίας 1,5 °C και σχεδόν διπλασιάζεται αν αυξηθεί στους 2 °C (περίπου 17%). Αντίθετα, η προβλεπόμενη επιμήκυνση των περιφερειακών ξηρών περιόδων θα αυξηθεί (Schleussner et al. 2016). Η κατανάλωση νερού στις χώρες της Μεσογείου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αρδευόμενη γεωργία, όπου το 50% της συνολικής ποσότητας του νερού που αντλείται από τους υπόγειους υδροφορείς προορίζεται τη γεωργία (Fader et al. 2016). Βέβαια υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις στις περιοχές της Μεσογείου (π.χ. 1,3 % στην Κροατία, 12% στη Γαλλία, 90% στην Αίγυπτο, την Κύπρο και την Ελλάδα). Όπως προκύπτει από διάφορες μελέτες, το κλίμα στην περιοχή της Μεσογείου αναμένεται να μετατοπιστεί προς θερμότερα και ξηρότερα σενάρια, μειώνοντας τα διαθέσιμα αποθέματα των υπόγειων υδάτων. Η γενική αύξηση της λειψυδρίας λόγω της κλιματικής κρίσης θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο από την αυξανόμενη ζήτηση από την αρδευόμενη γεωργία, για τη σταθεροποίηση της παραγωγής και τη διατήρηση της επισιτιστικής ασφάλειας. Εκτιμήθηκε ότι η προβλεπόμενη αύξηση των απαιτήσεων άρδευσης για τα Μεσογειακά Κράτη, λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα είναι σημαντική και στις καλλιέργειες μπορεί να χρειαστεί αύξηση των αρδευτικών αναγκών κατά 25% στη βόρεια και διπλάσια στη νοτιοανατολική Μεσόγειο (Fader et al., 2016).
Η λειψυδρία και η παρατεταμένη ξηρασία γίνονται όλο και πιο συχνές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απειλώντας την επισιτιστική ασφάλεια και τη βιωσιμότητα, με την πιθανότητα να προκαλέσουν αστάθεια στην περιοχή. Η γεωργία συμβάλλει περισσότερο στη χρήση του νερού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η άρδευση αναμένεται να αυξηθεί με την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η τεχνολογία της γεωργίας ακριβείας, εφόσον εξελιχθεί και χρησιμοποιηθεί σωστά, αναμένεται να βοηθήσει στην αποδοτικότερη χρήση του νερού άρδευσης. Οι αγρότες πρέπει να βελτιστοποιήσουν τον προγραμματισμό της άρδευσης και να μειώσουν το κόστος καυσίμων, τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και τη χρήση φυτοφαρμάκων. Επί του παρόντος, η υιοθέτηση αυτής της τεχνολογίας είναι χαμηλή στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Η Νέα Ζηλανδία, για παράδειγμα, έχει επιβάλει υποχρεωτική χρήση αισθητήρων υγρασίας εδάφους στα συστήματα άρδευσης και παρόμοια μέτρα ενδέχεται να υιοθετηθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι κύριες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αρδευόμενη γεωργία των χωρών της Μεσογείου έχουν αξιολογηθεί και χρειάζονται μέτρα προσαρμογής και στρατηγικές για τη βιώσιμη διαχείριση των αρδευόμενων καλλιεργειών σε συνθήκες ξηρασίας. Πάντως, η έρευνα σε αυτόν τον τομέα έδειξε ότι η τρέχουσα διαχείριση των αγροοικοσυστημάτων στη νότια Ευρώπη δεν ήταν βιώσιμη.
Στην περίπτωση των μεσογειακών χωρών στη νότια Ευρώπη, οι αναμενόμενες αυξήσεις της θερμοκρασίας του αέρα κατά τους χειμερινούς μήνες θα προκαλέσουν πρώϊμη άνθηση στις καλλιέργειες, επηρεάζοντας τις τάσεις ανάπτυξης και ωρίμανσης των καρπών, όπως έχει αποδειχθεί στα εσπεριδοειδή, ελιές και αμπέλια. Η πρώιμη ανθοφορία η οποία προβλέπεται επειδή οι συνθήκες θα είναι θερμότερες, θα έχουν επίπτωση στην παραγωγή εφόσον δεν θα υπάρξουν ψυχρές συνθήκες κατά την περίοδο του λήθαργου.
Μεταξύ των ετήσιων και πολυετών καλλιεργειών, καλλιέργειες όπως ελιές, αμπελώνες, αμυγδαλιές, πυρηνόκαρπα ή εσπεριδοειδή, μεταξύ άλλων θα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στην κλιματική αλλαγή, όχι μόνο στις αυξήσεις της θερμοκρασίας του αέρα και στις χαμηλότερες βροχοπτώσεις, αλλά και σε ακραία καιρικά φαινόμενα όπως στους καύσωνες και στις μεγάλες περιόδους ξηρασίας. Σε μεγάλο βαθμό, οι υψηλότερες θερμοκρασίες περιβάλλοντος που σχετίζονται με τη μείωση στην απόδοση των καλλιεργειών πρέπει να αντιμετωπισθούν και χρειάζονται δραστικά μέτρα για την εξοικονόμηση και ορθολογική εκμετάλλευση νερού άρδευσης.
Στα πλαίσια της αειφορίας δεν αρκεί μόνον η αποτελεσματική χρήση των φυσικών πόρων π.χ. εξοικονόμηση νερού άρδευσης, αλλά χρειάζονται και δραστικά μέτρα με στόχο το οικονομικό όφελος για τους αγρότες (οικονομική βιωσιμότητα) καθώς και προσανατολισμός της παραγωγής υγιεινών προϊόντων.
Είναι επιτακτική ανάγκη να επανασχεδιαστούν προγράμματα άρδευσης σε περιοχές όπου υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε νερό άρδευσης, προσαρμόζοντας τις στρατηγικές ελλειμματικής άρδευσης όχι μόνο για εξοικονόμηση νερού, ενίσχυση της αποτελεσματικής χρήσης νερού και σταθεροποίηση ή αύξηση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων με βελτιωμένη ποιότητα. Πολλές μεσογειακές καλλιέργειες θεωρούνται λειτουργικές τροφές επειδή είναι σημαντικές πηγές βιοδραστικών ενώσεων. Η περιεκτικότητά τους καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις κλιματικές συνθήκες και τις γεωργικές πρακτικές που εφαρμόζονται.
Επιπλέον, όταν εφαρμόζεται μια στρατηγική ελλειμματικής άρδευσης, είναι απαραίτητο να παρακολουθείται η κατάσταση του νερού της καλλιέργειας για να διασφαλιστούν ελάχιστες απώλειες απόδοσης και να μεγιστοποιηθεί η εξοικονόμηση νερού και η απόδοση του νερού άρδευσης. Η αξιολόγηση πραγματοποιείται με την εφαρμογή σύγχρονων τεχνικών, μαζί με τη χρήση νέων αισθητήρων χαμηλού κόστους, επειδή οι καλλιεργητές μπορούν να λάβουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του νερού των καλλιεργειών, οι οποίες τελικά θα βοηθήσουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ειδικά όταν η διαθεσιμότητα νερού άρδευσης είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Επίσης, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σημασία της διαχείρισης των καλλιεργειών κάλυψης σε συνθήκες λειψυδρίας. Οι καλλιέργειες διαδραματίζουν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της ποιότητας του εδάφους, στη μείωση των γεωργικών εισροών και στην ενίσχυση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Επιπλέον, οι καλλιέργειες κάλυψης έχουν προσελκύσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω της δυνατότητάς τους να παρέχουν πρόσθετες υπηρεσίες οικοσυστήματος σε γεωργικά συστήματα, μειώνοντας τη διάβρωση, βελτιώνοντας την ποιότητα του νερού και ενισχύοντας τη βιοποικιλότητα. Επιπλέον, οι καλλιέργειες κάλυψης μπορούν επίσης να αυξήσουν τα αποθέματα οργανικού άνθρακα του εδάφους σε γεωργικά εδάφη.
Είναι φανερό ότι στην Ελλάδα, το μέλλον της άρδευσης πρέπει να βασισθεί στην αναπροσαρμογή νέων στρατηγικών παραγωγής με βάση την ανταγωνιστικότητα χωρίς να ξεχνάμε τη βιωσιμότητα και τη σωστή χρήση των νέων τεχνολογιών και επιστημονικών γνώσεων. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κρίσιμος ρόλος που διαδραματίζει η γεωργία στα σενάρια κλιματικής κρίσης και πώς η σωστή ανάπτυξη δραστηριοτήτων μπορεί να βοηθήσει στον μετριασμό των επιπτώσεών της και να μετατρέψει την αρδευτική γεωργία σε βιώσιμο και κερδοφόρο τομέα. Αξίζει να αναφερθεί ότι παρά τις προτάσεις των ειδικών επιστημόνων, ήταν αδικαιολόγητες οι καθυστερήσεις δεκαετιών των υπεύθυνων στα αρμόδια Υπουργεία και στις Περιφερειακές υπηρεσίες στην κατασκευή υπόγειων δικτύων άρδευσης για την αντικατάσταση του υφιστάμενου επιφανειακού δικτύου. Οι καθυστερήσεις, συνέβαλαν σημαντικά στην απώλεια τεράστιων ποσοτήτων αρδευτικού νερού.
Σήμερα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφοροι μηχανισμοί παρέμβασης για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των νερών άρδευσης. Συνήθως συμπεριλαμβάνουν πολιτικές παρεμβάσεων στη διαμόρφωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων όπως η κοστολόγηση νερού άρδευσης, η ενθάρρυνση και ενίσχυση παραγωγών οι οποίοι χρησιμοποιούν σύγχρονες τεχνολογίες ανίχνευσης, παρακολούθησης και αντιμετώπισης της ρύπανσης των υδάτων, μέτρα προσαρμογής στη ζήτηση της αγοράς, εκσυγχρονισμός ΤΟΕΒ κ.ά. Ο εκσυγχρονισμός της άρδευσης οδηγεί γενικά σε ευνοϊκά αποτελέσματα, όπως υψηλότερες αποδόσεις καλλιεργειών, διαφοροποίηση των καλλιεργειών και γενική αύξηση των οικογενειακών εισοδημάτων (Haro-Monteagudo et al., 2022). Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. νότια Ισπανία), μπορεί επίσης να οδηγήσει σε εντατικοποίηση της άρδευσης και εξάντληση των υπόγειων αποθεμάτων (López-Moreno et al., 2020).
Όσον αφορά την τιμολόγηση του νερού, υπάρχουν διαφορετικές εμπειρίες στις χώρες που χρησιμοποιούν το παραπάνω μέτρο όπως π.χ. Αυστραλία, Αγγλία, Γαλλία, Ισραήλ, Ισπανία, ΗΠΑ κ.ά. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία πλαίσιο για το νερό (2000/60/ΕΚ), ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν την τιμολόγηση του νερού ως ένα από τα μέσα για την επίτευξη αποτελεσματικής χρήσης του νερού και τη συμβολή στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος και των περιβαλλοντικών στόχων. Οι τιμές του νερού μπορεί να είναι ισχυρά σήματα για να προκαλέσουν αλλαγή συμπεριφοράς (Berbel and Expósito, 2020) αν και σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πολιτικές τιμολόγησης μπορεί να μην αποδώσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η αυξημένη τιμολόγηση του νερού μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο αγροτικό εισόδημα και αύξηση του κόστους παραγωγής, καθώς οι αγρότες μπορεί να μειώσουν την κατανάλωση νερού μέσω αλλαγών στα σχέδια καλλιέργειας, αντικαθιστώντας καλλιέργειες υψηλής αξίας οι οποίες έχουν υψηλές απαιτήσεις σε άρδευση και παράλληλα είναι λιγότερο κερδοφόρες. Η εφαρμογή της τιμολόγησης του νερού σύμφωνα με την Οδηγία πλαίσιο 2000/60/ΕΚ, ίσως αναγκάσει τους αγρότες στις κατάλληλες επενδύσεις που σχετίζονται με τις σύγχρονες τεχνολογίες για ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων. Όμως, σε αυτή την περίπτωση πρέπει να υπάρχει ενθάρρυνση και οικονομική στήριξη από την Πολιτεία, χωρίς πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες!!!.
Πάντως, η διατήρηση του γεωργικού τομέα στις χώρες της Μεσογείου, θα εξαρτηθεί μελλοντικά σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που θα διαμορφώνονται. Η ικανότητα προσαρμογής του αγροτικού τομέα μπορεί να εξασφαλίζει υψηλής ποιότητας προϊόντα και κερδοφορία, στο πλαίσιο εφαρμογής φιλικών προς το περιβάλλον συνθηκών παραγωγής.
* ο Θόδ. Καρυώτης υπηρέτησε ως Γεωργικός Σύμβουλος στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση