
Θετικό πρόσημο κατέγραψε για ακόμα μία χρονιά η Ελληνικές Φάρμες ΑΕ (Hellenic Farms SA), σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις για τη χρήση του 2024.Η εταιρεία παρουσίασε αύξηση στην καθαρή της θέση και διατήρησε την κερδοφορία της, παρά τις αυξημένες λειτουργικές δαπάνες και τη μείωση του μικτού περιθωρίου, επιβεβαιώνοντας τη χρηματοοικονομική της ανθεκτικότητα σε μια περίοδο σημαντικών εξελίξεων, καθώς βρίσκεται σε διαδικασία εξαγοράς από τη Leader AE (Deca Investments).
Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, Μανώλη Λαζανάκη, το σχετικό αίτημα έγκρισης είχε κατατεθεί στην Επιτροπή Ανταγωνισμού την Παρασκευή 9 Μαΐου 2025, όπως είχε επιβεβαιώσει στο FOODReporter. Ειδικότερα, η καθαρή θέση της Hellenic Farms διαμορφώθηκε σε 2,86 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2024, έναντι 2,46 εκατ. ευρώ το 2023. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στη βελτίωση των αποτελεσμάτων εις νέον και στη δημιουργία αποθεματικών, ενώ το μετοχικό κεφάλαιο παρέμεινε σταθερό στα €680.420.
Υποχώρηση καθαρών κερδών
Παρότι τα καθαρά κέρδη σημείωσαν πτώση σε σχέση με την προηγούμενη χρήση, η εταιρεία παρέμεινε κερδοφόρα. Το αποτέλεσμα περιόδου μετά από φόρους ανήλθε σε €578.626, έναντι €798.559 το 2023. Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως: Στη μείωση του μικτού αποτελέσματος, το οποίο διαμορφώθηκε σε 2,67 εκατ. ευρώ (από 3,23 εκατ. ευρώ το 2023), στην αύξηση των εξόδων διάθεσης και διοίκησης, τα οποία ξεπέρασαν τα 2 εκατ. ευρώ και στην επιβάρυνση από χρεωστικούς τόκους, οι οποίοι ανήλθαν σε €71.906 (έναντι €110.625 πέρυσι, σημειώνοντας ωστόσο σχετική μείωση).
Συνολικά, το παθητικό της εταιρείας ανήλθε στα 13,2 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά περίπου €600.000 σε σχέση με την προηγούμενη χρήση.
Ελαφρά άνοδος δανεισμού
Σύμφωνα με την ανακοίνωση των οικονομικών της αποτελεσμάτων για τη χρήση του 2024, η εταιρεία προχώρησε σε νέες επενδύσεις ύψους 3,3 εκατ. ευρώ σε ενσώματα πάγια στοιχεία, ενώ επιπλέον €39.509 διατέθηκαν για άυλα περιουσιακά στοιχεία.
Το κυκλοφορούν ενεργητικό ανήλθε σε 9,84 εκατ. ευρώ, παρέχοντας επαρκή ρευστότητα για την κάλυψη των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων.
Πηγή FOODReporter