Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου, 2025
spot_img
spot_img
spot_img

Αγορά οσπρίων και ρυζιού: Διψήφια ανάπτυξη σε βασικές κατηγορίες

spot_img
spot_img

Όπως καταγράφεται στις έρευνες του ΙΕΛΚΑ για τις διατροφικές και καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων, τα όσπρια ανήκουν στους μεγάλους «κερδισμένους» της τελευταίας δεκαπενταετίας. Ενώ η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση κόκκινου κρέατος έχει μειωθεί πάνω από 34% σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση, η κατανάλωση οσπρίων αυξήθηκε πάνω από 20%. Αντίστοιχα, ενώ μειώνεται η κατανάλωση ψωμιού, σύνθετες πηγές υδατανθράκων, όπως το ρύζι, κερδίζουν έδαφος.

Το 2025 ήταν μια χρονιά ρεκόρ για την παγκόσμια παραγωγή ρυζιού, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2026 σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO). Αν και η κλιματική αλλαγή απειλεί μακροπρόθεσμα τις καλλιέργειες, φέτος οι ισχυροί μουσώνες στην Ινδία οδήγησαν σε πλεόνασμα προσφοράς, παρασύροντας καθοδικά τις τιμές. Πάντως στα ράφια των ελληνικών σουπερ μάρκετ το ρύζι εξακολουθεί να πωλείται σημαντικά ακριβότερα από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με εξαίρεση τη Γερμανία. Πάλι σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, η μέση τιμή για το μακρύκοκκο ρύζι είναι 2.09 ευρώ τα 500 γραμμάρια, σχεδόν διπλάσια από ό,τι στην Ισπανία και την Πορτογαλία και 25% υψηλότερη από ό,τι στη Γαλλία και την Ιταλία.

Πρέπει να σημειωθεί ότι μόλις το 30% του ρυζιού που καταναλώνεται στην Ελλάδα προέρχεται από ντόπιες καλλιέργειες, με την υπόλοιπη ζήτηση να καλύπτεται από εισαγωγές.

Διαφοροποιημένη είναι η εικόνα στα όσπρια. Τα φασόλια πωλούνται κατά μέσο όρο 2.29 ευρώ τα 500 γραμμάρια, η δεύτερη υψηλότερη τιμή στις οχτώ αγορές σουπερμάρκετ που εξετάζει το ΙΕΛΚΑ. Οι τιμές στις φακές (1.92 ευρώ τα 500 γραμμάρια) είναι πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αν και παραμένουν 25% ακριβότερες σε σχέση με την Πορτογαλία, μια χώρα συγκρίσιμη με την Ελλάδα σε πληθυσμό και βιοτικό επίπεδο.

ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ
Τα όσπρια βρέθηκαν πρόσφατα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και στο πεδίο της μάχης των τιμών. Από τη μία, έχουμε την πρωτοβουλία μείωσης τιμών σε 1000 κωδικούς τροφίμων, που περιλαμβάνει όσπρια και ρύζι και ήρθε να αντικαταστήσει το «Καλάθι του νοικοκυριού». Από την άλλη, οι Έλληνες παραγωγοί διαμαρτύρονται για την ψαλίδα των τιμών ανάμεσα στο χωράφι και το ράφι αλλά και για αθέμιτο ανταγωνισμό μέσω φθηνών εισαγωγών από τρίτες χώρες, όπως η Κίνα. Ο γραμματέας της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Οσπρίων Θωμάς Μάνος, σε εκδήλωση για την ακρίβεια, υποστήριξε ότι οι τιμές λιανικής είναι ως και 250% υψηλότερες από τις τιμές παραγωγού, κάνοντας λόγο για «σπασμένους κρίκους» στην εφοδιαστική αλυσίδα. Σύμφωνα πάντως με στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων και του οργανωμένου λιανεμπορίου που μίλησαν στο σελφ σέρβις, η σχέση με τους Έλληνες παραγωγούς, έχει κομβική σημασία. Η εντοπιότητα και η ιχνηλασιμότητα, είναι το ισχυρό χαρτί όχι μόνο για τους κωδικούς των επώνυμων προϊόντων, αλλά και για τις premium εκδοχές των pl.

CIRCANA: ΑΠΟ ΠΩΛΗΣΕΙΣ PL ΤΟ 50% ΤΟΥ ΤΖΙΡΟΥ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana, οι κατηγορίες των οσπρίων και του ρυζιού στα ελληνικά σούπερ μάρκετ κινούνται φέτος με ανάπτυξη 8,6% και 6,4% αντίστοιχα, σε αξία πωλήσεων. Σε όγκο κατανάλωσης η αύξηση αγγίζει το 2,9% στα όσπρια και το 4,5% στο ρύζι. Το μερίδιο των PL αποτελεί περίπου το 5 του τζίρου της κάθε κατηγορίας και από το 65% ως 70% του όγκου κατανάλωσης. Τα φασόλια και οι φακές παραμένουν μακράν τα πιο αγαπημένα όσπρια των Ελλήνων, αποτελώντας πάνω από το 75% του συνολικού όγκου πωλήσεων και το 74% του τζίρου της συγκεκριμένης κατηγορίας.

ΝIELSEN IQ: ΜΕΙΩΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ, ΑΥΞΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΤΙΜΕΣ
Ανοδικά κινούνται οι κατηγορίες των οσπρίων και του ρυζιού σε επίπεδο δωδεκαμήνου, με βάση τα στοιχεία που παραχώρησε στο σελφ σέρβις η Nielsen ΙQ. Όμως η πλέον εντυπωσιακή ανάπτυξη αφορά τα σνακ από όσπρια, μια κατηγορία που ήταν σχεδόν «αόρατη» πριν δύο χρόνια και πλέον έχει μπει δυναμικά στο παιχνίδι. Όσο για τα σνακ με βάση το ρύζι, δεν αφορούν πλέον μόνο τις ρυζογκοφρέτες, αλλά μια ευρεία γκάμα κωδικών, σε αλμυρές όσο και γλυκές γεύσεις.

Η αξία πωλήσεων στο ρύζι ανήλθε στα 82 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 8,2%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος (με στοιχεία ως και τις 19 Οκτωβρίου 2025). Ο όγκος πωλήσεων ενισχύθηκε κατά 6,7% και διαμορφώθηκε στα 29,7 εκατομμύρια κιλά, ενώ η μέση τιμή ανά κιλό ανήλθε στα 2,77 ευρώ, παρουσιάζοντας οριακή άνοδο της τάξης του 1,4%. Πέρα από το λευκό και το προβρασμένο ρύζι, σημαντικό μερίδιο κρατά και το special ρύζι (basmati, wild, thai, arborio, κ.α.), το οποίο γνωρίζει και τη μεγαλύτερη ποσοστιαία ανάπτυξη της τάξης του 13,8% σε αξία, με τη μέση τιμή κιλού να αγγίζει τα 4,41 ευρώ.

Σύμφωνα με τη Nielsen, το μερίδιο των private label στο ρύζι παραμένει σταθερά υψηλό, αγγίζοντας το 48,3% της αξίας, ποσοστό που συμπίπτει με τις αντίστοιχες έρευνες της Circana. Στον κλάδο των οσπρίων, οι πωλήσεις κινήθηκαν επίσης ανοδικά, με την αξία να φτάνει τα 58,3 εκατ. ευρώ και τον όγκο να αγγίζει τα 16,4 εκατ. κιλά με τα φασόλια, τις φακές, και τα ρεβίθια να οδηγούν την κατηγορία.

Η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 3,56 ευρώ ανά κιλό, σημειώνοντας αύξηση 4,7%. Το μερίδιο των private label στα όσπρια παραμένει επίσης ισχυρό, στο 47,1%, ενώ οι προωθητικές ενέργειες περιορίστηκαν στο 14,6% της αξίας, καταγράφοντας πτώση σχεδόν τριών ποσοστιαίων μονάδων. Η αύξηση της μέσης τιμής αποδίδεται εν μέρει στη μείωση των προσφορών, γεγονός που επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά των καταναλωτών και τη διαμόρφωση της αγοράς.

ΑΝΟΔΟΣ ΑΝΩ ΤΟΥ 300% ΣΤΑ ΣΝΑΚ ΑΠΟ ΟΣΠΡΙΑ
H ρυζογκοφρέτα εξακολουθεί να έχει την πρωτοκαθεδρία στις παρακείμενες στο ρύζι και τα όσπρια κατηγορίες. Με βάση τα στοιχεία ερευνών της Nielsen, η αξία πωλήσεων ανήλθε στα 22,7 εκ. ευρώ, αυξημένη κατά 10,8%, ενώ ο όγκος πωλήσεων έφτασε τα 1,43 εκατ. κιλά, με άνοδο 9,3%. Η μέση τιμή ανά κιλό διαμορφώθηκε στα 15,84 ευρώ, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση. Στην αγορά της ρυζογκοφρέτας κυριαρχούν οι επώνυμες μάρκες, ενώ τα private label περιορίζονται μόλις σε ένα μερίδιο της τάξης του 11,1%. Αξίζει να αναφερθεί πως ένα 30% της αύξησης στην αξία πωλήσεων, σε σχέση με το περασμένο κυλιόμενο δωδεκάμηνο προήλθε από έναν μονάχα κωδικό της κατηγορίας (ρυζογκοφρέτα με γεύση ρίγανη).

Τα σνακ με βάση τα όσπρια αν και έχουν πολύ μικρό μερίδιο στην συγκεκριμένη κατηγορία, εμφανίζουν τον πλέον δυναμικό ρυθμό ανάπτυξης. Η αξία πωλήσεων σε βάθος δωδεκαμήνου εκτοξεύθηκε στα 1,3 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 348,7%. Ο όγκος πωλήσεων ανήλθε σε 59,4 χιλιάδες κιλά, αυξημένος κατά 327,8%, ενώ η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 22 ευρώ ανά κιλό.

Το μερίδιο των private label παραμένει εξαιρετικά χαμηλό, μόλις στο 1,4%. Τα σνακ με βάση το ρύζι, τα οποία ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από τις ρυζογκοφρέτες, συνέχισαν επίσης την ανοδική τους πορεία, με την αξία πωλήσεων να φτάνει τα 2,4 εκ. ευρώ, αυξημένη κατά 52,6%, και τον όγκο να διαμορφώνεται στα 132 χιλιάδες κιλά, με άνοδο 48,3%. Η μέση τιμή ανήλθε στα 17,97 ευρώ ανά κιλό, ενώ το μερίδιο των private label είναι σχεδόν ανύπαρκτο, στο 0,4%.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ
Οι διευθυντές πωλήσεων της Agrino, της 3αλφα και της Άροσις, απαντούν στις ερωτήσεις του σελφ σέρβις, για τις εξελίξεις στην αγορά των οσπρίων και του ρυζιού στα ελληνικά σουπερμάρκετ. Η τάση του premiumization, του λανσαρίσματος κωδικών με καινοτόμα και αναβαθμισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τιμές ως και 20% υψηλότερες από τον μέσο όρο των ομοειδών προϊόντων, συνυπάρχει με την τάση «πρώτα η τιμή». Σύμφωνα με τον Βασίλη Μπεγκλή, sales director της Αgrino, το 2025 ήταν μια χρονιά δυναμικής ανάπτυξης για την ιστορική ελληνική εταιρεία, που φέτος γιορτάζει τα 70 της χρόνια. Όπως δηλώνει, η ανάπτυξη και στις τρεις κατηγορίες προϊόντων, ρύζι, όσπρια και υγιεινά σνακ, ήταν «πολύ μεγαλύτερη» από τον μέσο όρο, ενισχύοντας την ηγετική θέση της Agrino στον κλάδο. Ο στόχος για το 2026 είναι η περεταίρω αύξηση του μεριδίου στην αγορά, εστιάζοντας κυρίως στα πιο καινοτόμα προϊόντα.

«Τα προϊόντα αυτά καλύπτουν τις νέες καταναλωτικές και διατροφικές συνήθειες που αφορούν κατά βάση το γρήγορο και το υγιεινό, τόσο στη βασική μας διατροφή όσο και στο snacking», μας λέει ο κ. Μπεγκλής. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά τις σειρές Agrino Greek Gourmet και Agrino Quick Deli, οι οποίες έχουν κερδίσει την πρώτη θέση στην κατηγορία των ημιέτοιμων ρυζιών. Οι ρυζογκοφρέτες της Agrino, σε μορφή Tower, Mini & Coated, διατηρούν επίσης την πρώτη θέση στην κατηγορία τους, με διψήφιο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης. Από τα πρόσφατα λανσαρίσματα ο διευθυντής πωλήσεων ξεχωρίζει τα Αgrino Rice Chips, από καστανό ελληνικό ρύζι και όσπρια, τα οποία πρωτοπορούν στον τομέα του healthy snacking.

Η παράδοση συνυπάρχει με την καινοτομία και στο προϊοντικό χαρτοφυλάκιο της 3άλφα, όπως μας λέει ο Τάσος Πετρόπουλος, διευθυντής πωλήσεων και μάρκετινγκ της επίσης κορυφαίας ελληνικής εταιρείας. «Οι ”ναυαρχίδες” μας παραμένουν τα ποιοτικά όσπρια και ρύζια 3αλφα που έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη των ελληνικών νοικοκυριών εδώ και 57 χρόνια. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχουμε αναπτύξει νέες σειρές καινοτόμων προϊόντων, τα Έτοιμα Φυσικά, τις Υπέροχες Υπερτροφές, τα Έτοιμα Σπιτικά, τα 3αλφα Snacks από Όσπρια, που απευθύνονται σε σύγχρονους καταναλωτές με έντονους ρυθμούς ζωής και αναζήτηση ισορροπημένων, αλλά εξαιρετικά γευστικών επιλογών», δηλώνει στο σελφ σέρβις.

Εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης έχει η βορειοελλαδίτικη Άροσις, που από το 2022 διατηρεί στρατηγική συνεργασία με το επενδυτικό ταμείο SMERC του Νίκου Καραμούζη. Τον Μάρτιο του 2025 απέκτησε τον μετοχικό έλεγχο της εταιρείας Προϊόντα Γης Βοΐου, με έδρα την Κοζάνη. Όπως μας λέει ο sales director της εταιρείας Γιάννης Κοτσίκος, η Άροσις στο δεκάμηνο του 2025 κατέγραψε αύξηση τζίρου 25% στην κατηγορία των οσπρίων. «Πλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana (value share 6%), εκτός από το leadership στην κατηγορία των βιολογικών, η Άροσις εξελίσσεται σε πρωταγωνιστή και στην κατηγορία των συμβατικών οσπρίων και ρυζιών», δηλώνει ο κ. Κοτσίκος. «Μέσω ενίσχυσης της επικοινωνίας του brand, ανάπτυξης νέων προϊόντων αλλά και στοχευμένων εργαλείων ανά συνεργάτη και νέων τοποθετήσεων, προσδοκούμε περαιτέρω ανάπτυξη και αύξηση του μεριδίου μας το 2026».

Ο κωδικός με τον υψηλότερο τζίρο, από τις παραδοσιακές και βιολογικές σειρές, είναι οι Φακές Ψιλές – Γρεβενών, ενώ στα ανερχόμενα προϊόντα ανήκουν τα Φασόλια Μέτρια – Λάρισας και τα Ρεβύθια Αποφλοιωμένα – Γρεβενών. Στα άμεσα σχέδια της εταιρείας είναι ο εμπλουτισμός της γκάμας των οσπρίων. «Παράλληλα προετοιμάζουμε τη διείσδυση σε νέες κατηγορίες, με σταθερά και μεθοδικά βήματα, ώστε να ανταποκριθούμε στις σύγχρονες ανάγκες των καταναλωτών και να διαμορφώσουμε το μέλλον της Άροσις», συμπληρώνει ο sales director της εταιρείας.

ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ
Ποια είναι η θέση του Έλληνα παραγωγού οσπρίων και ρυζιού σε μια αγορά που κατακλύζεται από εισαγόμενα προϊόντα; Oι εκπρόσωποι και των τριών εταιρειών με τις οποίες συνομιλήσαμε, κάνουν λόγο για σχέσεις στενής στρατηγικής συνεργασίας. «Η Agrino, καινοτομώντας σε παγκόσμιο επίπεδο εφάρμοσε πρώτη την Ορθή Γεωργική Πρακτική αναγράφοντας στο πακέτο της το όνομα του παραγωγού και τον τόπο καλλιέργειας του προϊόντος, ενώ δημιούργησε το πρώτο όσπριο Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), τον Γίγαντα-Ελέφαντα Καστοριάς Agrino», μας λέει ο Βασίλης Μπεγκλής.

Αντίστοιχες πρακτικές ακολουθεί η 3αλφα, επενδύοντας σε διαδικασίες ιχνηλασιμότητας, από το χωράφι ως τη συσκευασία και πιστοποιημένες μεθόδους βιώσιμης γεωργίας. Ο Τάσος Πετρόπουλος αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Ομάδα Παραγωγών 3αλφα και στην επένδυση της εταιρείας στις Νέες Καρυές του Δήμου Κιλελέρ, με ένα νέο ακίνητο, 26.000 τμ., που θα λειτουργεί ως πολυλειτουργικός κόμβος.

Η Άροσις διατηρεί πολύχρονη και σταθερή συνεργασία με περισσότερες από 180 αγροτικές οικογένειες σε όλη την Ελλάδα, εφαρμόζοντας αρχές δίκαιου εμπορίου, δηλώνει ο Γιάννης Κοτσίκος. «Όπως λέμε ”πρώτα διαλέγουμε ανθρώπους και μετά χωράφια”. Η σχέση αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την εξαγορά της “Γης Βοΐου ”, ενώ παραμένουμε καθημερινά κοντά στη γη και στους ανθρώπους που καλλιεργούν τα προϊόντα μας, παρέχοντας σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας και τεχνική υποστήριξη» συμπληρώνει.

ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ
Μετά τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις του 2022 και 2023, οι ελληνικές επιχειρήσεις αισιοδοξούν ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο σταθερότητας, χωρίς να επαναπαύονται. «Η κλιματική αλλαγή, τα έντονα καιρικά φαινόμενα και η λειψυδρία, είναι παράγοντες που θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την παραγωγή άρα και τις τιμές σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν κόστη των μεταφορικών και των ναύλων και οι εμπορικές πρακτικές των παραγωγών χωρών με τους δασμούς που μπορεί να επιβάλλουν. Υπό αυτές τις συνθήκες παραμένουμε πάντοτε σε επιφυλακή και λειτουργούμε με γνώμονα την διαφύλαξη της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών», μας λέει ο Βασίλης Μπεγκλής.

Αντίστοιχα όπως εξηγεί ο sales director της Άροσις, παρά τη σχετική εξισορρόπηση των τιμών στην ελληνική αγορά, η κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να δημιουργεί προκλήσεις σε ορισμένες καλλιέργειες οσπρίων. «Η στενή μας συνεργασία με τους παραγωγούς μάς επιτρέπει να διασφαλίζουμε επαρκή διαθεσιμότητα και σταθερή ποιότητα», συμπληρώνει, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί στο θέμα των τιμών. Ο Τάσος Πετρόπουλος της 3αλφα, επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν προσεκτικοί στις αγορές τους και αναζητούν σταθερή αξία σε κάθε αγορά. «Για εμάς, η απάντηση βρίσκεται στη συνέπεια, τη διαφάνεια και την ποιότητα. Με προσεκτικό σχεδιασμό επιδιώκουμε να διατηρούμε τη σχέση εμπιστοσύνης που μας συνδέει με το κοινό εδώ και δεκαετίες», συμπληρώνει.

Η ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ PRIVATE LABEL
Οι εκπρόσωποι των ελληνικών αλυσίδων σουπερμάρκετ επιβεβαιώνουν ότι τα private labels στο ρύζι και τα όσπρια, έχουν πάψει να είναι απλώς μια φθηνή ανώνυμη επιλογή. Αντιθέτως, αποκτούν ταυτότητα και ονομασία προέλευσης, εξελισσόμενα σε house brands. Σύμφωνα με τον Γιώργο Τσιώτσιο, head of private labels της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Μασούτης, oι σειρές Mr Grand και «Μασούτης από τον Τόπο μας» σημείωσαν άνοδο 10% στα όσπρια, και 11,4% στο ρύζι στο εννιάμηνο του 2025. «Στην κατηγορία του ρυζιού, με εξαίρεση την ποικιλία basmati, ο κύριος όγκος των προϊόντων προέρχεται από Έλληνες παραγωγούς, ενισχύοντας την εγχώρια αγροτική παραγωγή. Αντίθετα, στα όσπρια, η αγορά εξακολουθεί να κυριαρχείται από εισαγόμενα προϊόντα, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση της τοπικής παραγωγής», συμπληρώνει ο ίδιος.

Η ΑΒ Βασιλόπουλος διαθέτει τις αποκλειστικές μάρκες «ΑΒ Κοντά στην Ελληνική Γη» και τη σειρά βιολογικών προϊόντων Nature’s Promise, που διαφοροποιούν τη θέση της αλυσίδας στο χώρο των PL ρυζιού και οσπρίων.


«Μετά την υλοποίηση του μεγάλου επενδυτικού μας έργου για την αποθήκευση και την ξήρανση των δημητριακών στο κλειδί της Ημαθίας, προτεραιότητά μας είναι η ενίσχυση του μηχανολογικού μας εξοπλισμού για την ανάπτυξη της παραγωγικής μας δυναμικής, καθώς και η ολοκλήρωση του ψηφιακού μας μετασχηματισμού».

Βασίλης Μπεγκλής, Sales Director, Αgrinο


«Μέσα από την Ομάδα Ελλήνων Παραγωγών 3αλφα, καλλιεργείται ένα ειδικό πλαίσιο συνεργασίας που περιλαμβάνει στρατηγική επένδυση στη Θεσσαλία, με τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων στις Νέες Καρυές του Δήμου Κιλελέρ».

Τάσος Πετρόπουλος, Διευθυντής Πωλήσεων & Marketing, 3αλφα


«Η συμμετοχή του SMERC είναι καταλυτική στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της ‘Αροσις. Συνέβαλε στην εξαγορά της ”Προιόντα Γης Βοΐου”, μία επιχειρηματική κίνηση που καθιστά την Άροσις-Voion ηγέτη στην αγορά οσπρίων με προέλευση από τη Δυτική Μακεδονία και την εισάγει σε νέα κανάλια όπως η Ho.Re.Ca και η μικρή αγορά».

Γιάννης Κοτσίκος, Sales Director, Άροσις


«Οι κατηγορίες του ρυζιού και των οσπρίων ασφαλώς συνεχίζουν να επιλέγονται σταθερά από τους καταναλωτές, επιτυγχάνοντας σημαντικούς τζίρους και ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς ανήκουν στις βασικές κατηγορίες διατροφής, ενώ η συμμετοχή των private label προϊόντων παραμένει ισχυρή. Επιπλέον, η ανάλυση των στοιχείων παρακείμενων κατηγοριών αποκαλύπτει την εντυπωσιακή ανάπτυξη στο κομμάτι του snacking, γεγονός που αναδεικνύει την τάση των καταναλωτών για αναζήτηση και πιο υγιεινών επιλογών».

Γιάννης Χονδρός, Senior Sales Executive, NielsenIQ


«Στην κατηγορία του ρυζιού, με εξαίρεση την ποικιλία basmati, ο κύριος όγκος των προϊόντων προέρχεται από Έλληνες παραγωγούς, ενισχύοντας την εγχώρια αγροτική παραγωγή. Αντίθετα, στα όσπρια, η αγορά εξακολουθεί να κυριαρχείται από εισαγόμενα προϊόντα, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση της τοπικής παραγωγής»

Γιώργος Τσιώτσιος, Head of Private Labels, Μασούτης

ΠΗΓΗ: Foodreporter – Αφροδίτη Τζιαντζή

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ