Το Πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της νιτρορύπανσης, άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα το 1996 και βασίζεται στην εφαρμογή της Οδηγίας 91/676/ΕΟΚ. Αν και πέρασαν περίπου τρεις δεκαετίες, η Έκθεση του ΥΠΕΝ για την κατάσταση της νιτρορύπανσης στην Ελλάδα (περίοδος αναφοράς 2016 – 2019) δείχνει ότι στα επιφανειακά νερά του δικτύου παρακολούθησης υπάρχει αύξηση ή σταθερότητα στην περιεκτικότητα των νιτρικών σε ποσοστό 64,2% των σημείων δειγματοληψίας, ενώ για τα υπόγεια νερά το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνά το 59,8%. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι από την προηγούμενη περίοδο αναφοράς (2012-2015) για την κατάσταση της νιτρορύπανσης στη χώρα δεν επήλθε καμία ουσιαστική μεταβολή ως προς τον αριθμό και τη συνολική έκταση (αριθμός ευπρόσβλητων περιοχών 30 με συνολική έκταση 43.185km2). Επίσης, η Έκθεση του ΥΠΕΝ αναφέρει ότι οι ευπρόσβλητες περιοχές ανήκουν σε γεωργικές, χορτολιβαδικές και δασικές εκτάσεις. Βέβαια, η συνολική καλλιεργούμενη έκταση της Χώρας για το 2019 ανέρχεται σε 32.165 km2 (ΕΛΣΤΑΤ, 2019), από την οποία η αρδευόμενη έκταση ήταν 11.853km2 . Αναρωτιέται κανείς πως είναι δυνατόν 20.312.000 ξηρικά στρέμματα να ανήκουν στην κατηγορία των ευπρόσβλητων περιοχών!!!
Μία εβδομάδα περίπου πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023, δημοσιεύθηκε η ΥΑ2207/2023 (ΦΕΚ 3941/Β/17-6-2023) όπου συστήνεται η χρήση ειδικών λιπασμάτων αζώτου επειδή συμβάλουν στη μείωση της ρύπανσης των εδαφών και του αέρα λόγω των μειωμένων εκπομπών αμμωνίας. Οι τρεις κατηγορίες των προαναφερομένων λιπασμάτων είναι: βραδείας αποδέσμευσης, με παρεμποδιστές/αναστολείς, ή λιπάσματα με βιοδιεγέρτες. Είναι λιπάσματα που κάτω από ορισμένες συνθήκες η αποτελεσματικότητα της αζωτούχου λίπανσης (nitrogen use efficiency) είναι αυξημένη καθώς και οι αποδόσεις των καλλιεργειών. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα είναι το μεγάλο κόστος αγοράς, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι αγρότες είναι διστακτικοί επειδή στην Ελλάδα δεν υπάρχει μακρόχρονη εμπειρία εφαρμογής, ούτε αποτελέσματα πειραμάτων από αξιόπιστες επιστημονικές ομάδες, σε όλες τις βιοκλιματικές ζώνες, σε όλους τους τύπους εδαφών και τις κύριες καλλιέργειες. Είναι διάχυτη η εντύπωση των αγροτών ότι οι παραπάνω κατηγορίες λιπασμάτων δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε όλα τα στάδια ανάπτυξης των καλλιεργειών. H διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι η χρήση βελτιωμένων ποικιλιών οι οποίες είναι βιοσυμβατές με τη χρήση λιπασμάτων νέας τεχνολογίας, μπορεί να συμβάλει στην αυξημένη αποδοτικότητα του αζώτου.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που προκύπτει από τις λιπάνσεις για τη μείωση της νιτρορύπανσης είναι ο κίνδυνος εκπομπών αμμωνίας προς την ατμόσφαιρα από τα ανόργανα αζωτούχα λιπάσματα. Το πρόβλημα είναι σύνθετο, οι εκπομπές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται, μεταξύ των περιοχών και δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με ενιαίο τρόπο, επειδή μεταξύ των περιοχών διαφέρουν οι εδαφοκλιματικές συνθήκες.
Για παράδειγμα, στην Ανατολική Θεσσαλία οι εκπομπές της αμμωνίας η οποία προέρχεται από την ουρία κυμάνθηκαν στο 26,7% της ποσότητας του λιπάσματος που χρησιμοποιήθηκε, ενώ η αντίστοιχη απώλεια από τη φωσφορική αμμωνία ήταν 18,5% (Καρυώτης και συνεργάτες, 2019). Οι διαφορές συνιστούν σοβαρή ένδειξη για την επιλογή του τύπου λιπάσματος και τις γεωργικές πρακτικές που πρέπει να εφαρμοσθούν για τη μείωση των εκπομπών (π.χ. ενσωμάτωση, άρδευση κ.ά.). Σε χώρες που υιοθέτησαν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αμμωνίας (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, 2018) βελτιώθηκε η απόδοση των καλλιεργειών και παρατηρήθηκε αύξηση της περιεκτικότητας των προϊόντων σε πρωτεΐνη.
Η αντιμετώπιση της νιτρορύπανσης στα πλαίσια της κλιματικής αλλαγής είναι πολύπλοκη και απαιτείται πολυεπιστημονική προσέγγιση. Οι κλιματικές συνθήκες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αζωτούχο λίπανση επειδή επηρεάζουν διαδικασίες όπως: έκπλυση νιτρικών αλάτων, ανοργανοποίηση, απονιτροποίηση, εξαέρωση αμμωνίας κ.λπ. Ειδικά το ξέπλυμα των νιτρικών θεωρείται σημαντική διεργασία στη ρύπανση των νερών. Για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα σενάρια κλιματικής αλλαγής προβλέπουν ότι εάν δεν αλλάξουν οι γεωργικές πρακτικές, θα διπλασιασθεί μέχρι το 2100 η περιεκτικότητα των υπόγειων νερών σε νιτρικά. Oι εκθέσεις των κρατών μελών της ΕΕ σχετικά με την κατάσταση των εθνικών υδατικών συστημάτων αποκαλύπτουν ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται παραμένουν ανεπαρκή στην Ευρώπη (Cameira et al., 2019). Επομένως, είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν μεθοδολογίες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων και πρακτικών κατά της νιτρορύπανσης ειδικά στα υπόγεια νερά των ευαίσθητων στη νιτρορύπανση περιοχών.
Είναι σημαντικό να τονισθεί η ανάγκη διερεύνησης προβλημάτων και επιπτώσεων των πλημμυρών στη μείωση της γονιμότητας των εδαφών, κυρίως στο επίπεδο της απώλειας θρεπτικών στοιχείων. Οι πλημμύρες είχαν ολέθριες συνέπειες στη γεωργία και ειδικά στις περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας. Οι πρώτες εκτιμήσεις του ΕΛΓΟ “ΔΗΜΗΤΡΑ” από τις εργαστηριακές αναλύσεις εδαφών, έδειξαν ότι σε καλλιεργούμενα εδάφη όπου παρατηρήθηκαν απώλειες εδαφικού υλικού λόγω διάβρωσης, απομακρύνθηκε μέρος των θρεπτικών στοιχείων και οργανική ουσία. Επίσης, σε κάποιες περιοχές μπορεί μέρος του νιτρικού αζώτου να ξεπλύθηκε και μελλοντικά να μετακινηθεί σε υπόγεια νερά. Επίσης, σε καλλιεργούμενα χωράφια με κακή στράγγιση το άζωτο μπορεί να μετατραπεί σε αέριες μορφές με τη διαδικασία της απονιτροποίησης και να διαφύγει στην ατμόσφαιρα. Τα χωράφια που επηρέασε σημαντικά η πλημμύρα (από διάβρωση, αποθέσεις, τα πλημμυρισμένα για μεγάλο διάστημα) αλλά μπορούν να καλλιεργηθούν στο άμεσο μέλλλον, αποτελούν ειδική κατηγορία και αφού οριοθετηθούν, μπορεί να βελτιωθούν. Στη συνέχεια ίσως πρέπει να ενταχθούν σε καθεστώς αυξημένης ενίσχυσης, στα πλαίσια του Προγράμματος νιτρορύπανσης. Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει ενέργειες και στόχους σχετικούς με την “υγεία” των εδαφικών πόρων.
Τελικά, η μέχρι σήμερα πορεία εφαρμογής του Προγράμματος μείωσης της νιτρορύπανσης στην Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί ως μια καλή ευκαιρία βελτίωσης της ποιότητας των νερών και των εδαφών ή απλά ήταν μια ακόμη χαμένη υπόθεση με αποτέλεσμα την ενίσχυση του εισοδήματος ορισμένων;