Μπορεί ο κλάδος της εστίασης να παρέμεινε κλειστός για μεγάλο χρονικό διάστημα, να υπήρξαν προβλήματα στο διεθνές εμπόριο, και να σημειώθηκε σημαντική μείωση του τουριστικού ρεύματος, ωστόσο οι βιομηχανίες ζυμαρικών κατάφεραν πέρυσι να ενισχύσουν τα μεγέθη τους.
Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τη Statista οι πωλήσεις ζυμαρικών ξεπερνούν πλέον σε αξία τα 113 δισ. δολάρια, έως το 2025 θα καταγράψουν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3%, ενώ η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί στα 7,7 κιλά από 7,2 κιλά που ήταν προ της πανδημίας.
Κάτι που επιβεβαιώνει και διεθνής μελέτη της DOXA σύμφωνα με τα αποτελέσματα της οποίας 1 στα 4 άτομα αύξησε την κατανάλωση ζυμαρικών κατά τη διάρκεια του lockdown, επιλέγοντάς τα ως καλό, υγιεινό, εύκολο στο μαγείρεμα φαγητό.
Με βάση τα στοιχεία της IPO, η κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών στην Ιταλία είναι 23,1 κιλά στην Τυνησία 17 κιλά, στη Βενεζουέλα 12 κιλά και στην Ελλάδα 11,4 κιλά.
Στην Ελλάδα οι πωλήσεις ζυμαρικών τις πρώτες εβδομάδες μετά την επιβολή του πρώτου lockdown τον Μάρτιο του 2020 εμφάνισαν τριψήφιο ποσοστό ανάπτυξης τόσο στο φυσικό δίκτυο των σούπερ μάρκετ όσο και στο ηλεκτρονικό. Ανοδική τάση που συνεχίσθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς. Κάτι που αποτυπώθηκε και στα οικονομικά μεγέθη των εταιρειών του κλάδου.
Η Βιομηχανία Ζυμαρικών ΗΛΙΟΣ, κατάφερε πέρυσι να ενισχύσει κατά 22,46% τις πωλήσεις της στα 9,352 εκατ. ευρώ, τα μικτά κέρδη εκμετάλλευσης ανήλθαν σε 2,243 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση 25,80%, και τα κέρδη μετά φόρων ανήλθαν σε 225.545 ευρώ σημειώνοντας αύξηση 19,37%.
Σημαντική ανάπτυξη κατέγραψε και η Barilla Hellas. Ο κύκλος εργασιών της αυξήθηκε στα 88,8 εκατ. ευρώ (+17,9% έναντι του 2019) ευνοημένος από τη δυναμική της αγοράς στο πρώτο lockdown.
Τα κέρδη προ τόκων και φόρων (ΕΒΙΤ) διαμορφώθηκαν στα 6,7 εκατ. ευρώ από 5,1 εκατ. ευρώ το 2019, τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 6,6 εκατ. από 5,1 εκατ. ευρώ και τα κέρδη μετά από φόρους άγγιξαν τα 4,8 εκατ. ευρώ από 3,5 εκατ. ευρώ (αύξηση 34,9%).
Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΙΚΙΖΑΣ Α.Β.Ε.Ε. πέτυχε να διαχειριστεί τις διακυμάνσεις και την αστάθεια της αγοράς που προκάλεσε η πανδημία του Covid-19. Ο τζίρος του ομίλου αυξήθηκε 12,9% στα 73,9 εκατ. ευρώ, λόγω κυρίως της αύξησης του όγκου πωλήσεων και ειδικά των εξαγωγών.
Τα προ φόρου κέρδη ανήλθαν σε 5,9 εκατ. ευρώ και τα καθαρά μετά από φόρους κέρδη σε 4,1 εκατ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση 9,3% σε σχέση με το 2019. Αυτή η αύξηση είχε θετικό αντίκτυπο και στο μέρισμα που διανέμει η εταιρεία.
Για τη χρήση του 2020 θα διανείμει μέρισμα 1,5 εκατ. ευρώ υπερτριπλάσιο από αυτό που είχε διανείμει στη χρήση του 2019.
Αύξηση των πωλήσεων της πέτυχε και η Eurimac με τις κατ’ όγκον πωλήσεις να ξεπερνούν, σύμφωνα με τη διοίκησή της “τις πωλήσεις των άλλων ελληνικών εταιρειών του κλάδου κατατάσσοντάς την, το μεγαλύτερο Έλληνα παραγωγό σε ζυμαρικά και το 2020”.
Πέρυσι οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 37,181 εκατ. ευρώ από 36,568 εκατ. ευρώ. Ωστόσο το περιθώριο καθαρού κέρδους μειώθηκε κατά 31,18% κυρίως λόγω της αύξησης της τιμής της πρώτης ύλης (σκληρός σίτος) και του ανταγωνισμού που δεν επέτρεψε, όπως αναφέρει η διοίκηση της στις οικονομικές καταστάσεις, αντίστοιχη αύξηση των τιμών πώλησης.
Τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν στα 1,229 εκατ. ευρώ από 3,873 εκατ. ευρώ, και τα ταμειακά διαθέσιμα μειώθηκαν κατά 72,34%. Για την τρέχουσα χρήση η διοίκηση της Eurimac σημειώνει πως οι τρέχουσες τιμές των πρώτων υλών, των υλικών συσκευασίας και του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας την επηρεάζουν αρνητικά ιδίως στον τομέα των εξαγωγών και του HORECA όπου έχει σημαντική έκθεση.
Πηγή: Capital.gr