Καταστρέφει την ετήσια παραγωγή, αυξάνει το κόστος, μειώνει την παραγωγή και εξασθενίζει τα δένδρα μειώνοντας τη φωτοσυνθετική επιφάνεια λόγω της κηλίδωσης των φύλλων και της αποφύλλωσης με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η ωρίμανση του ξύλου και η δημιουργία των ανθικών καταβολών για το επόμενο έτος, ενώ αυξάνεται και η ευαισθησία στους παγετούς.
Παθογόνο αίτιο: Venturia inaequalis (Dothideomycetes , Venturiaceae )
Συνθήκες ανάπτυξης-Βιολογικός κύκλος
Το παθογόνο είναι ένας ασκομύκητας. Κατά κανόνα διαχειμάζει μέσα στα πεσμένα φύλλα ή στους πεσμένους καρπούς σαν μυκήλιο, το οποίο διεισδύει βαθειά στο παρέγχυμα τους και μέσα σε ένα μήνα από τη πτώση των φύλλων παράγει εγγενώς φιαλοειδή, καστανά έως μαυριδερά περιθήκια (ψευδοθήκια, τέλεια σαπροφυτική μορφή προερχόμενη από τη γονιμοποίηση ασκογονίου από ανθηρίδιο).
Μπορεί επίσης να διαχειμάζει σαν κονίδια στους οφθαλμούς όπως διαπιστώθηκε στις Η.Π.Α. ή σπανιότερα σαν μυκηλιακά στρώματα σε έλκη κλαδιών ευαίσθητων ποικιλιών σε περιοχές με ήπιο κλίμα ή στην άκρη κλάδων προσβεβλημένων από Νέκτρια (Nectria galligena), στα ξηρά εξογκώματα.
Μετά από μία περίοδο χειμερινού λήθαργου, από το Φεβρουάριο σε θερμοκρασίες 0-100C και με επαρκή υγρασία αρχίζει η ωρίμανση των περιθηκίων. Όταν αυτά ωριμάσουν, φουσκώνουν, δημιουργούν άνοιγμα και σχίζουν την εφυμενίδα πάντα στη πλευρά του πεσμένου φύλλου προς την ατμόσφαιρα αντίθετα από το έδαφος (διακρίνονται με μεγεθυντικό φακό σαν μελανά στίγματα στην επιφάνεια των πεσμένων φύλλων).
Μέσα σε κάθε ένα από αυτούς σχηματίζονται στη σειρά, το ένα πάνω από το άλλο, 8 κιτρινοπράσινα έως σκούρα καφετί, υαλώδη, δικύτταρα ασκοσπόρια , που στο σχήμα μοιάζουν με βελανίδια. Τα ασκοσπόρια ωριμάζουν με ιδανική θερμοκρασία τους 16-180C και εναλλαγές υγρού και ξηρού καιρού στο τέλος του χειμώνα, οπότε γίνονται πιο σκούρα ελαιώδη.
Η βλάστηση νέων κονιδίων στους κονιδιοφόρους ευνοείται από θερμοκρασίες 19-220C οπότε κάθε νέα γενιά κονιδίων βλαστάνει σε 8 ημέρες, ενώ από κάθε κηλίδα παράγονται και έως 100.000 κονίδια. Η εκβλάστηση των κονιδίων στους φυτικούς ιστούς που προκαλεί τη μόλυνση τους μπορεί να γίνει σε θερμοκρασίες 2-300C, με ιδανικές 8-100C.
Η εμφάνιση επιδημίας ευνοείται από:
1) Το αν οι κλιματικές συνθήκες επέτρεψαν τη πλούσια παραγωγή, γρήγορη ωρίμανση και εκτόξευση άφθονων ασκοσπορίων (πρωτογενών μολυσμάτων) στον οπωρώνα (σχετικά ήπιος και βροχερός χειμώνας, βροχερός Μάρτιος-Απρίλιος).
2) Την ευαισθησία της ποικιλίας και από το αν τα δένδρα βρίσκονται σε ευαίσθητο στάδιο ανάπτυξης κατά την περίοδο απελευθέρωσης των ασκοσπορίων (πράσινη κορυφή, ρόδινη κορυφή, άνθηση, στάδια ανάπτυξης ετήσιας βλάστησης και καρπιδίων), αλλά και σε περιοχή υψηλού κινδύνου (υπήνεμη, υγρή).
3) Το αν ήταν επαρκής η χρονική διάρκεια κατά την οποία παραμένει ελεύθερο νερό (σταγόνα, υμένας νερού) στα φύλλα (συννεφιασμένες ημέρες με πρωινή δρόσο ή βροχερές ημέρες) και κατάλληλες οι θερμοκρασίες της ίδιας περιόδου, ώστε να ευνοείται η πραγματοποίηση πρωτογενών μολύνσεων (βροχερή άνοιξη ή με υγρές περιόδους με θερμοκρασίες 9-240C και ιδιαίτερα κοντά στους 160C).
4) Το αν οι κλιματικές συνθήκες αργά την άνοιξη και το καλοκαίρι επιτρέπουν για αρκετό διάστημα τη παραγωγή άφθονων κονιδίων και τις δευτερογενείς μολύνσεις στον οπωρώνα (υγρός και μάλλον δροσερός Μάιος και Ιούνιος, εναλλαγή βροχών και ασθενών ανέμων).
Συμπτώματα-Ζημία
Είναι η σημαντικότερη μυκητολογική ασθένεια του εναέριου τμήματος των μηλοειδών, καταστρέφει την ετήσια παραγωγή, αυξάνει το κόστος, μειώνει την παραγωγή και εξασθενίζει τα δένδρα μειώνοντας τη φωτοσυνθετική επιφάνεια λόγω της κηλίδωσης των φύλλων και της αποφύλλωσης με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η ωρίμανση του ξύλου και η δημιουργία των ανθικών καταβολών για το επόμενο έτος, ενώ αυξάνεται και η ευαισθησία στους παγετούς.
Προσβάλλει όλα τα υπέργεια, πράσινα μέρη των δένδρων: κυρίως καρπούς , ποδίσκους, πράσινους βλαστούς, φύλλα (συνήθως μόνο τη κάτω επιφάνεια) , μίσχους, και σπανιότερα άνθη και λέπια οφθαλμών.
Στους τρυφερούς φυτικούς ιστούς σχηματίζονται επιφανειακές κηλίδες οι οποίες αρχικά είναι θαμπές, ελαιώδεις («λαδιές») σχεδόν στρογγυλές ή ακανόνιστες, ενώ αργότερα αποκτούν σκούρο καπνώδες χρώμα και βελούδινη υφή λόγω της ανάπτυξης των καρποφοριών του μύκητα. Οι κηλίδες μεγαλώνουν, ενώνονται και ξηραίνονται καθώς οι ιστοί νεκρώνονται αρχίζοντας από το κεντρικό τμήμα της κηλίδας.Στα νεαρά φύλλα προσβάλλεται συνήθως η κάτω επιφάνεια. Στα άνθη, όταν αυτά προσβληθούν, εμφανίζονται κηλίδες συνήθως στα σέπαλα, στα πέταλα και στον ποδίσκο και παρατηρείται ανθόπτωση.Στους καρπούς οι κηλίδες εμφανίζονται πρώτα στη περιοχή του κάλυκα και αργότερα σε πλευρικές επιφάνειες. Αρχικά είναι γκριζωπές, σχεδόν κυκλικές μικρού μεγέθους και στη συνέχεια γίνονται μαυριδερές με βελούδινη υφή λόγω των καρποφοριών του μύκητα.
Όταν οι κηλίδες συνενώνονται, μεγάλο τμήμα του καρπού παρουσιάζει σκούρα επιφανειακή φελλοποίηση και μπορεί να παρατηρηθούν έντονα σχισίματα ή ρωγμές, που αποτελούν πύλες εισόδου άλλων παθογόνων. Οι προσβεβλημένοι καρποί παραμορφώνονται έντονα, καθώς τα προσβεβλημένα τμήματά τους παύουν να αναπτύσσονται, ενώ τα υπόλοιπα συνεχίζουν να αναπτύσσονται κανονικά.
Παρατηρείται επίσης καρπόπτωση των έντονα προσβεβλημένων νεαρών καρπών, ιδιαίτερα όταν προσβάλλεται και ο ποδίσκος τους.
Συνήθως η προσβολή στους καρπούς εμφανίζεται 5-7 εβδομάδες από τη καρπόδεση.
Όψιμη προσβολή μπορεί να εμφανισθεί, όμως, στο ψυγείο αποθήκευσης ή 12-22 εβδομάδες από τη καρπόδεση, αργά το καλοκαίρι ή νωρίς το φθινόπωρο, με υγρό καιρό.
Παρακολούθηση
Η παρακολούθηση της ασθένειας είναι κρίσιμη για την αποτροπή των πρωτογενών μολύνσεων ή τη παρεμπόδιση της επώασης της με επίκαιρους ψεκασμούς κατάλληλων μυκητοκτόνων.
Απαιτείται παρακολούθηση της έναρξης και πορείας εκτοξεύσεων των ασκοσπορίων, των σταδίων ανάπτυξης των δένδρων και συσχετισμός των δεδομένων θερμοκρασίας της περιοχής του οπωρώνα στο ύψος του φυλλώματος και της διάρκειας διύγρανσης του φυλλώματος (διατήρησης υμένα-σταγόνας νερού στη φυλλική επιφάνεια) με ειδικό αισθητήρα που προσομοιάζει με έλασμα φύλλου και περιλαμβάνεται σε αγρομετεωρολογικό σταθμό.
Η παρακολούθηση των κλιματικών δεδομένων είναι κρίσιμη από το στάδιο της έκπτυξης των οφθαλμών μέχρι το στάδιο που το καρπίδιο αποκτά μέγεθος καρυδιού, αλλά και όσο υπάρχουν υγρές περίοδοι άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο.
Έχουν αναπτυχθεί μοντέλα που αξιοποιούν τις καταγραφές κλιματικών παραμέτρων ώστε να γίνεται εκτίμηση του κινδύνου μόλυνσης ή διαπίστωση ότι κατά την αμέσως προηγούμενη υγρή περίοδο έγινε μόλυνση. Έτσι μπορεί να προτείνεται επέμβαση έγκαιρα κατά τη μόλυνση και όχι όταν γίνουν ορατά τα πρώτα συμπτώματα, οπότε θα έχει γίνει η εγκατάσταση του μύκητα στον οπωρώνα.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν πρέπει να γίνεται και επιθεώρηση των δένδρων κάθε 10-14 ημέρες τουλάχιστον την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου.
Συνήθως όταν το καρπίδιο έχει ξεπεράσει το μέγεθος του καρυδιού, μέχρι τότε δεν έχουν παρατηρηθεί συμπτώματα της ασθένειας στον οπωρώνα και ακολουθούν ξηροθερμικές συνθήκες όπως συμβαίνει στις μεσογειακές χώρες το καλοκαίρι, τα πρωτόκολλα Ολοκληρωμένης Διαχείρισης ζητούν να διακοπούν οι προληπτικοί ψεκασμοί εκτός αν αλλάξουν οι κλιματικές συνθήκες. Χρειάζεται επίσης καταγραφή ιστορικού προσβολών και της κατανομής τους στη περιοχή, αλλά και τυχόν παρουσίας ανθεκτικών στελεχών του μύκητα.
Θεωρείται ότι η μόλυνση επηρεάζεται θετικά από την ηλιακή ακτινοβολία και συγκεκριμένα από κάποια μήκη κύματος του ερυθρού φωτός. Τα μοντέλα πρόγνωσης των μολύνσεων μελετήθηκαν ήδη από το 1940 και αναπτύχθηκαν βάσει των μετρήσιμων τότε κλιματικών παραμέτρων, δηλαδή της θερμοκρασίας και της υγρασίας φυλλώματος.
Πηγή: farmacon.gr